Τι σημαίνει το in order στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης in order στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του in order στο Αγγλικά.
Η λέξη in order στο Αγγλικά σημαίνει σε σειρά, σε τάξη, σε σειρά, σε τάξη, εντάξει, παραγγέλνω, προκειμένου, έτσι ώστε, για να, για να, βάζω κτ σε τάξη, βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, τακτοποιώ, βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης in order
σε σειρά, σε τάξηadverb (in the correct arrangement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please put the cards in order. Could you put these files in order, please? Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ; |
σε σειρά, σε τάξηadjective (arranged in the correct way) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The office manager wanted to make sure that everything was in order. Ο προϊστάμενος του γραφείου ήθελε να σιγουρευτεί πως όλα βρίσκονταν σε τάξη. |
εντάξειadjective (appropriate, required) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Security agents looked at my papers and told me that all was in order. Οι υπάλληλοι ασφαλείας κοίταξαν τα χαρτιά μου και μου είπαν πως όλα ήταν εντάξει. |
παραγγέλνωphrasal verb, transitive, separable (buy for home delivery) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκειμένουexpression (so that [sth] happens) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) In order for sales to be strong, our department needs to work hard this month. Προκειμένου να αυξήσουμε τις πωλήσεις, το τμήμα μας πρέπει να εργαστεί σκληρά αυτόν τον μήνα. |
έτσι ώστεconjunction (so that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company is designing each store in order that customers may shop comfortably and conveniently. Η εταιρεία σχεδιάζει κάθε κατάστημα έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να ψωνίζουν άνετα κι εύκολα. |
για ναpreposition (for the purpose of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You don't need a degree in order to work as an escort. In order to travel abroad, you must have a valid passport. Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο. |
για ναpreposition (so as to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I want to go to the shop in order to buy some milk. Θέλω να πάω στο μαγαζί για να αγοράσω γάλα. |
βάζω κτ σε τάξηverbal expression (arrange correctly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The pages of the manuscript were muddled up so I had to put them in order. |
βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτverbal expression (make correct) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Before he died, my father was careful to put all his affairs in order. |
φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστόςverbal expression (appear to be correct) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα. |
τακτοποιώverbal expression (arrange properly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My grandmother set all her affairs in order shortly before she died. |
βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξηverbal expression (figurative (arrange affairs properly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You'll need to set your house in order before you embark on something so ambitious. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του in order στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του in order
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.