Τι σημαίνει το information στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης information στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του information στο Αγγλικά.
Η λέξη information στο Αγγλικά σημαίνει πληροφορία, πληροφορία, πληροφόρηση, πληροφορία, πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου, πληροφορία, πληροφορία, προϊστορία, βασικές πληροφορίες, απόρρητη πληροφορία, εμπιστευτική πληροφορία, στοιχεία επικοινωνίας, επεξεργασία δεδομένων, πραγματικά στοιχεία, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, έτσι για να ξέρεις, για να ξέρεις, πρόσθετες πληροφορίες, συμπληρωματικές πληροφορίες,, συμβουλεύω, καθοδηγώ, δίνω πληροφορίες, έχω πληροφορίες, πίνακας ανακοινώσεων, πληροφορίες, κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης, σχεδιασμός πληροφορίας, γραφείο πληροφοριών, υπερβολικός φόρτος πληροφοριών, ανάκτηση/επαναφορά δεδομένων, πληροφορική, ενημερωτική συνάντηση, ενημερωτικό φυλλάδιο, απόθήκευση δεδομένων, δίοδος πληροφοριών, πληροφορική, επεξεργασία δεδομένων, εμπιστευτικές πληροφορίες, τεχνολογία πληροφοριών, βασική πληροφορία, έλλειψη πληροφόρησης, θησαυρός πληροφοριών, προσωπικά στοιχεία, προσωπικές πληροφορίες, πληροφορία, αποκλειστικές πληροφορίες, έντυπο γνωστοποίησης πληροφοριών, απόρρητη πληροφορία, κέντρο επισκεπτών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης information
πληροφορίαnoun (knowledge) (γνώση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She tried to gather as much information as possible about her illness before talking with the doctor. Προσπάθησε να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για την ασθένειά της πριν μιλήσει στον γιατρό. |
πληροφορίαnoun (data) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We keep all that information on these computer disks. Φυλάμε όλες αυτές τις πληροφορίες σε αυτούς εδώ τους δίσκους. |
πληροφόρησηnoun (awareness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) For your information, I have already spoken to her. Για να ξέρεις, της έχω ήδη μιλήσει. |
πληροφορίαnoun (incriminating knowledge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The police are seeking information which could lead to his capture. Η αστυνομία αναζητά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σύλληψή του. |
πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγουnoun (US, dated (service that lists phone numbers) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Call Information to find the phone number of that company. |
πληροφορίαnoun (news) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Considering the latest weather information, we have decided to delay the plane's departure. |
πληροφορίαnoun (informal, abbreviation (information) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm trying to collect some info for my survey; can I ask you a few questions? |
προϊστορίαnoun (context, history) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Helen needed a lot of background information before she was able to write her article. |
βασικές πληροφορίεςnoun (knowledge: elementary) The pharmacy will provide you with a printout giving you the basic information on the drug. |
απόρρητη πληροφορίαnoun (data: restricted access) I would like to be able to discuss this student's medical history, but that's classified information. For reasons of national security, the photos are considered classified information and will not be released to the public. Θα ήθελα να είμα σε θέση να αναφερθώ στο ιατρικό ιστορικό του μαθητή, αλλά αποτελεί απόρρητη πληροφορία. Για λόγους εθνικής ασφάλειας, οι φωτογραφίες θεωρούνται απόρρητες πληροφορίες και δε θα δημοσιοποιηθούν. |
εμπιστευτική πληροφορίαnoun (information: private, sensitive) Medical records are confidential information. Τα ιατρικά αρχεία συνιστούν απόρρητα δεδομένα. |
στοιχεία επικοινωνίαςnoun (name, address, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I gave my contact information when I left a message with the secretary. Έδωσα τα στοιχεία επικοινωνίας μου όταν άφησα το μήνυμά μου στη γραμματεία. |
επεξεργασία δεδομένωνnoun (computing) (Η/Υ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματικά στοιχείαnoun (true information) |
νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑnoun (US, initialism (Freedom of Information Act) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έτσι για να ξέρεις, για να ξέρειςadverb (so that you know) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) For your information, this is a genuine designer purse. |
πρόσθετες πληροφορίες, συμπληρωματικές πληροφορίες,noun (additional details) For further information click on the link above. |
συμβουλεύω, καθοδηγώtransitive verb (guide, advise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctor gave information about the outbreak to all the patients who came to see him. |
δίνω πληροφορίεςtransitive verb (tell: the police) (στην αστυνομία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anyone who can give information to the police on the recent robberies, please contact us right away. |
έχω πληροφορίεςtransitive verb (know [sth] important about) (για κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Anybody who has information about the accident should report it to the police. Όποιος έχει πληροφορίες για το ατύχημα θα πρέπει να τις αναφέρει στην αστυνομία. |
πίνακας ανακοινώσεωνnoun (bulletin, display panel) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The train that I wanted to catch was not even shown on the information board. |
πληροφορίεςnoun (help kiosk) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) If you have any questions, please go to the information booth where they will be happy to help. |
κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησηςnoun (US (help desk, office) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σχεδιασμός πληροφορίαςnoun (organization of data structures) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γραφείο πληροφοριώνnoun (helpdesk, information point) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If you lose something in the mall, just go to the information desk to report it. |
υπερβολικός φόρτος πληροφοριών(psychology) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανάκτηση/επαναφορά δεδομένωνnoun (computing: data recovery) (Η/Υ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληροφορικήnoun (science of computing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A degree in information science can be a foundation for an interesting career. |
ενημερωτική συνάντησηnoun (educational meeting) |
ενημερωτικό φυλλάδιοnoun (informative document, factsheet) The information sheet tells you how you should use the medicine. |
απόθήκευση δεδομένωνnoun (computing: storing of data) (Η/Υ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίοδος πληροφοριώνnoun (dated (internet) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πληροφορικήnoun (field of computing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The programmer works in information technology. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Της αρέσει πολύ ο προγραμματισμός, γι' αυτό θέλει να σπουδάσει πληροφορική. |
επεξεργασία δεδομένωνnoun (science of data processing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπιστευτικές πληροφορίεςnoun (confidential details) The company should limit the number of employees with access to inside information. |
τεχνολογία πληροφοριώνnoun (initialism (information technology) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) There were no IT lessons at school when I was a boy. |
βασική πληροφορίαnoun (essential or important knowledge) The time the crime was committed was key information for the investigators. |
έλλειψη πληροφόρησηςnoun (ignorance, not being informed about [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Back in the 1980s, there was a lack of information about AIDS. There is no lack of information about global warming, but some people choose to ignore it anyway. Τη δεκαετία του 1980 υπήρχε έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με το AIDS. Δεν υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά παρόλα αυτά ορισμένοι επιλέγουν να το αγνοούν. |
θησαυρός πληροφοριώνnoun (source of great knowledge) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The Internet is a mine of information, some good and some totally incorrect. |
προσωπικά στοιχείαnoun ([sb]'s name, address, etc.) |
προσωπικές πληροφορίεςnoun (intimate details about [sb]) |
πληροφορίαnoun (bit of information) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποκλειστικές πληροφορίεςnoun (trade secret) |
έντυπο γνωστοποίησης πληροφοριώνnoun (document: permission) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The hospital requires patients to sign a release of information in order for relatives to be notified about their condition. |
απόρρητη πληροφορίαnoun ([sth] top secret or confidential) I can't give you the boss's home phone number – it's restricted information. |
κέντρο επισκεπτώνnoun (tourist information office) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του information στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του information
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.