Τι σημαίνει το jelly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jelly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jelly στο Αγγλικά.

Η λέξη jelly στο Αγγλικά σημαίνει μαρμελάδα, ζελέ, ζελατίνα, ζελατίνη, ζελέ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μαρμελάδα, μποτιλιάρισμα, τζαμάρισμα, κολλάω, φρακάρω, σφηνώνω, κολλάω, μπλοκάρω, χώνω κτ σε κτ, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, μπλοκάρω, μπλοκάρω, λαοθάλασσα, δύσκολη κατάσταση, κολλάει το χαρτί, τζαμάρω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, σάλτσα κράνμπερι, ζελεδάκι, ζελεδάκι, ρολό με μαρμελάδα, γκόμενος, γκόμενα, γλυκό, κοκό, μουνί, μουνάκι, ελβετικό ρολό, σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα, βαζελίνη, κυδωνόπαστο, βασιλικός πολτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jelly

μαρμελάδα

noun (mainly US (clear fruit spread)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred liked to put redcurrant jelly on his bread.
Στον Φρεντ άρεσε να βάζει μαρμελάδα από κόκκινα μούρα στο ψωμί του.

ζελέ

noun (UK (gelatin dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pam made raspberry jelly for dessert.
Η Παμ έφτιαζε ζελέ από σμέουρα για επιδόρπιο.

ζελατίνα, ζελατίνη

noun (savory gelatin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The butcher made a jelly with the pig's innards.
Ο χασάπης έφτιαξε μια ζελατίνη με τα εντόσθια του χοίρου.

ζελέ

noun (substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The soup turned into jelly as it cooled.
Η σούπα έγινε ζελέ όταν κρύωσε.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (UK, slang (explosive)

The workers used jelly to blast a path through the mountains.

μαρμελάδα

noun (mainly UK (food: fruit conserve)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sheila used the leftover plums to make jam.
Η Σέιλα χρησιμοποίησε τα περισσευούμενα δαμάσκηνα για να φτιάξει μαρμελάδα.

μποτιλιάρισμα

noun (vehicle congestion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeff was late to work after being stuck in a jam for three hours.
Ο Τζεφ άργησε να πάει στη δουλειά επειδή είχε κολλήσει στην κίνηση για τρεις ώρες.

τζαμάρισμα

noun (informal (improvised music session) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The band got together for a jam on Saturday.
Το συγκρότημα συναντήθηκε για ένα τζαμάρισμα το Σάββατο.

κολλάω, φρακάρω, σφηνώνω

intransitive verb (door: become stuck) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door jammed, and Ben couldn't get out.
Η πόρτα φράκαρε και ο Μπεν δεν μπορούσε να βγει έξω.

κολλάω, μπλοκάρω

intransitive verb (machine: become stuck) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The printer jammed again, so no one could print anything for over an hour.
Ο εκτυπωτής μπλόκαρε ξανά και έτσι δεν μπόρεσε κανείς να εκτυπώσει τίποτα για πάνω από μια ώρα.

χώνω κτ σε κτ

transitive verb (push hard, wedge)

Paul tried to jam a dollar into the vending machine, but it didn't work.
Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε.

παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ

verbal expression (informal (overfill)

Tom jammed his backpack full of useless things.
Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα.

μπλοκάρω

transitive verb (informal (phone line, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news caused panic and jammed the phone lines.
Οι ειδήσεις προκάλεσαν πανικό και μπλόκαραν τις τηλεφωνικές γραμμές.

μπλοκάρω

transitive verb (broadcast: block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The military tried to jam the protesters' communications.
Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών.

λαοθάλασσα

noun (crowd of people) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben didn't like going out into the jam of holiday shoppers.

δύσκολη κατάσταση

noun (informal (difficult situation)

Bobby had gotten himself into quite a jam.

κολλάει το χαρτί

noun (paper stuck in machine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The printer was out of commission all day because of a major paper jam.
Ο εκτυπωτής ήταν εκτός λειτουργίας όλη μέρα επειδή κόλλησε άσχημα το χαρτί.

τζαμάρω

intransitive verb (informal (play improvised music) (ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The band jammed at the local bar all night.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

phrasal verb, transitive, separable (slam on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy jammed on the buttons, trying to get something to work.

σάλτσα κράνμπερι

noun (fruit relish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cranberry sauce is a traditional part of the Thanksgiving dinner.
Η σάλτσα κράνμπερι αποτελεί παραδοσιακό μέρος του δείπνου των Ευχαριστιών.

ζελεδάκι

noun (UK, ® (soft gelatine sweet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We munched our way through an entire bag of Jelly Babies.

ζελεδάκι

noun (candy: small chewy sweet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sally bought a packet of jelly beans.

ρολό με μαρμελάδα

noun (US, literal (rolled cake filled with jam) (γλυκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I found a recipe for jelly rolls.

γκόμενος, γκόμενα

noun (US, vulgar, slang (lover) (ανεπ: σύντροφος, εραστής)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γλυκό, κοκό

noun (US, vulgar, slang (sex) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μουνί, μουνάκι

noun (US, vulgar, slang (vagina) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελβετικό ρολό

noun (US (dessert: sponge and jam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα

noun (US (food: children's favorite)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Peanut butter and jelly sandwiches are a staple on the children's menu.

βαζελίνη

noun (sticky substance used as lubricant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A thin layer of petroleum jelly will stop rust on metal engine parts.

κυδωνόπαστο

noun (fruit preserve made with quince)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασιλικός πολτός

noun (substance produced by bees)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jelly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του jelly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.