Τι σημαίνει το justo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης justo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του justo στο ισπανικά.
Η λέξη justo στο ισπανικά σημαίνει δίκαιος, αρκετά καλός, ακριβώς, αμέσως, σωστός, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, θεμιτός, τόσο όσο, δίκαιος, δίκαιος, ίσος, ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς, αμέσως, ακριβώς, δίκαιος, ακριβώς, δίκαιος, δίκαιος, δίκαιος, ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς, αμερόληπτος, αντικειμενικός, δίκαιος, αμερόληπτος, που ίσα που φτάνει, αμερόληπτος, δίκαιος, ικανοποιητικός, καλός, μόλις, ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, μέσα, χωρίς οικονομική ασφάλεια, σωστός, ακριβής, κατάλληλος, στη γωνία, εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ, ακριβώς το αντίθετο, ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, ακριβώς μπροστά, ακριβώς απέναντι, κάπου εδώ κοντά, όπου να' ναι, τώρα, ακριβώς τώρα, ακριβώς απέναντι, ακριβώς εκείνη την στιγμή, την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν, αμέσως μετά, την στιγμή που, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, πάνω στην ώρα, την τελευταία στιγμή, ακριβώς δίπλα σε, αυτό είναι, αυτό χρειάζεται, εντάξει, πάσο, συγχρονισμός, χρυσή τομή, ό,τι πρέπει, αξιοπρεπής μισθός, λογική τιμή, λογική χρέωση, λογική τιμή, νόμιμη οδός, δίκαιο εμπόριο, με το ακριβές ποσό σε κέρματα, αντικειμενική αξία, δίκαιη μεταχείριση, ακριβώς πριν, ακριβώς πριν, ακριβώς, φέρομαι σωστά, ζημιώνω, βλάπτω, μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα, χωρίς οικονομική ασφάλεια, από την άλλη, ακριβώς στο κέντρο, παραμονές, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι, πολύ στενός, που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα, λίγο μετά, παραμονές, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, -, πραγματική εμπορική αξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης justo
δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El jefe tomó una decisión justa que ambos pudieron respetar. Το αφεντικό τους πήρε μια δίκαιη απόφαση που και οι δύο σεβάστηκαν. |
αρκετά καλόςadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Yo creo que les pago un salario justo a mis empleados. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El árbol cayó justo donde estábamos parados. |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se averió justo después de que expiró la garantía. |
σωστός, δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo único correcto es que tengas un juicio justo. Το σωστό (or: δίκαιο) είναι να έχεις μία αμερόληπτη δίκη. |
δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No creo que Jim haga trampa; es un hombre justo y generalmente muy honesto. |
δίκαιος, θεμιτόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La justa decisión del juez ratificó la constitución. |
τόσο όσο(carne, punto) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me gusta la carne cuando está en su punto justo. |
δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίκαιος, ίσος(ευκαιρία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de toda la práctica, tenemos una justa oportunidad de ganar el juego. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nuestro hotel estaba justo en el medio de la zona roja. Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια. |
ακριβώς(πριν, μετά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los testigos afirmaban que justo antes del accidente el conductor estaba hablando por el móvil. |
ακριβώς, αμέσωςadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Imran recuerda haber escuchado una fuerte explosión justo antes de estrellar su auto. Ο Ίμραν θυμάται να άκουσε έναν δυνατό κρότο ακριβώς πριν τρακάρει το αυτοκίνητό του. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eso es justo lo que ando buscando. |
δίκαιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su castigo fue severo pero justo. Η τιμωρία τους ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La granja está justo al sur de aquí. Το αγρόκτημα είναι ακριβώς νότια από εδώ. |
δίκαιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se le considera un juez justo. |
δίκαιος(formal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aquél que sea justo vivirá en paz. |
δίκαιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él era muy justo a la hora de impartir castigos. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El oso se paró justo en medio de la carretera, y yo me paralicé. Η αρκούδα στάθηκε ακριβώς στη μέση του δρόμου και πάγωσα. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rachel estaba sentada debajo de un árbol y le cayó una manzana justo en el regazo. |
ακριβώςadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En un destello, se encontró justo en el medio de Kansas. |
αμερόληπτος, αντικειμενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El árbitro de un partido de fútbol debe siempre tomar decisiones imparciales. Ο διαιτητής ενός ποδοσφαιρικού αγώνα πρέπει να παίρνει πάντα αμερόληπτες αποφάσεις. |
δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El acuerdo que propusieron parece ser equitativo para ambas partes. |
αμερόληπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ίσα που φτάνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apenas tenemos suministros para nosotros. No podemos hacernos cargo de alguien más. Οι προμήθειές μας είναι ίσα ίσα για μας. Δεν μπορούμε να πάρουμε κανέναν άλλον. |
αμερόληπτος, δίκαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La juez es conocida por su equilibrada visión de las cosas. Η δικαστής είναι γνωστή για την αμερόληπτή της θεώρηση των πραγμάτων. |
ικανοποιητικός, καλός(συνήθως ποιότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim entrega trabajo decente, pero podría hacerlo mejor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τιμ κάνει ικανοποιητική δουλειά, όμως θα μπορούσε και καλύτερα. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Apenas terminó de dar el discurso, se desmayó. |
ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ακριβώς αυτό που χρειάζομαιlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no sabes qué escuchar, tengo justo lo que necesitas: este nuevo disco de jazz. |
μέσαlocución adverbial (μεταφορικά: πέφτω) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Diste justo en el clavo, esa es la cantidad exacta. Ni uno más ni uno menos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι εκλογολόγοι προέβλεψαν το αποτέλεσμα των εκλογών με ακρίβεια. |
χωρίς οικονομική ασφάλεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Desde que lo echaron del trabajo, ha estado llevando una vida al día. |
σωστός, ακριβής, κατάλληλοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo justo es que tú le pidas disculpas a ella. |
στη γωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El correo está justo a la vuelta de la esquina. |
εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El hombre fue atacado justo aquí, junto a la parada del bus. |
ακριβώς το αντίθετοlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hiciste justo lo contrario de lo que te había aconsejado. |
ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέσηlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Qué puntería! Le diste justo en el centro y en el primer intento. |
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμεραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Justo ahora hay muchas aves migratorias aquí. |
ακριβώς μπροστάlocución adverbial (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No hay manera de que no le des al blanco, ¡está justo enfrente! |
ακριβώς απέναντιlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siga derecho hasta toparse con la Catedral, justo enfrente está la Oficina de Correos. |
κάπου εδώ κοντάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Debiéramos encontrar el tesoro justo por aquí. |
όπου να' ναι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Llama todos los días a la misma hora. De hecho debería estar llamando justo ahora. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά. |
τώρα, ακριβώς τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Harás tu tarea justo ahora! Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα! |
ακριβώς απέναντιlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Justo enfrente del banco está el restaurante donde me gusta almorzar. |
ακριβώς εκείνη την στιγμήadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me estaba duchando y justo entonces llamaron a la puerta. |
την κατάλληλη στιγμήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
λίγο πριν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αμέσως μετάlocución conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La ambulancia llegó justo después de que llegase la policía. Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία. |
την στιγμή πουlocución conjuntiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Justo cuando entraba a bañarme, sonó el teléfono. Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου. |
ακριβώς αυτό που χρειάζομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una taza de té es justo lo que necesito. Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα. |
πάνω στην ώραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los paramédicos llegaron justo a tiempo. |
την τελευταία στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los médicos lo trataron justo a tiempo, por lo que pudieron reactivarle el corazón. |
ακριβώς δίπλα σεlocución preposicional (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tengo un reloj y una lámpara justo al lado de mi cama. |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso es justo lo que necesitabas! Ahora seguro que ganas la feria de ciencias. |
αυτό χρειάζεταιlocución interjectiva (CL, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una aspirina es justo lo que necesitas para el dolor de cabeza. Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο. |
εντάξει, πάσοinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Si es lo que realmente quieres, me parece justo. Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο). |
συγχρονισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Eligiendo el momento oportuno, Tim sugirió una solución ideal, justo cuando nadie pensaba que la encontrarían. Με τέλειο συγχρονισμό ο Τιμ πρότεινε την ιδανική λύση εκεί που όλοι νόμιζαν ότι δεν θα την έβρισκαν ποτέ. |
χρυσή τομή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vicky está tratando de encontrar un justo medio entre sus compromisos laborales y su vida familiar. |
ό,τι πρέπει(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una semana de vacaciones al sol era justo lo que hacía falta. |
αξιοπρεπής μισθός(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λογική τιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pagué 2.000 libras por mi auto. En ese momento parecía un precio justo. |
λογική χρέωσηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No pidas descuento. Sabes bien que está con un precio justo. |
λογική τιμήnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Espero conseguir un precio justo por el viejo piano de mamá. |
νόμιμη οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si te arrestan, tienes derecho a un juicio justo. |
δίκαιο εμπόριοlocución nominal masculina El comercio justo combina buenos precios para los granjeros con estrictos estándares ambientales. Το δίκαιο εμπόριο συνδυάζει καλές τιμές για τους αγρότες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές. |
με το ακριβές ποσό σε κέρματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντικειμενική αξίαnombre masculino |
δίκαιη μεταχείριση
|
ακριβώς πρινlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me gusta tomar un baño caliente justo antes de ir a dormir. |
ακριβώς πρινlocución adverbial (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Te veo justo antes de la gran reunión. Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση. |
ακριβώς(hora) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fiesta terminó justo a medianoche. Το πάρτι τελείωσε μεσάνυχτα νταν. |
φέρομαι σωστάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que no está siendo justa para con él al no permitirle que vea a los chicos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να φερθείς σωστά και να την παντρευτείς. |
ζημιώνω, βλάπτωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Describirte como un amateur no es ser justo contigo mismo. |
μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tenemos que estar en el aeropuerto al mediodía, si no salimos en 10 minutos no tendremos margen. |
χωρίς οικονομική ασφάλεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από την άλληlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Actuaron justo al contrario de como se esperaba que lo hicieran. |
ακριβώς στο κέντροlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμονές(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Un escándalo estalló justo antes de las elecciones. Τις παραμονές των εκλογών ξέσπασε σκάνδαλο. |
ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Queda lo justo de azúcar para mi café de mañana. |
πολύ στενός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El garaje tiene un espacio muy justo para nuestro auto. |
που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Queda un poco flojo, no encontré un tornillo con calce justo, usé uno parecido. |
λίγο μετάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El equipo despidió al entrenador justo después de haber perdido el partido. Η ομάδα απέλυσε τον προπονητή της λίγο μετά την ήττα στον αγώνα. |
παραμονές(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La víspera de la guerra fue un tiempo de miedo y anticipación. Οι παραμονές του πολέμου ήταν μια περίοδος τρόμου και προσμονής. |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es mejor ser justo si quieres llevarte bien con los del trabajo. |
-locución verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Esta llave va justo en el cerrojo. Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά. |
πραγματική εμπορική αξία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του justo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του justo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.