Τι σημαίνει το knowing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης knowing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knowing στο Αγγλικά.
Η λέξη knowing στο Αγγλικά σημαίνει πονηρός, συνειδητός, ξέρω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, έχω στο μυαλό μου, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, παντογνώστης, πονηρό χαμόγελο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης knowing
πονηρόςadjective (shrewd, aware) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The professor gave a knowing smile to his students. The magician gave the audience a knowing wink. |
συνειδητόςadjective (intentional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm disappointed that you told me a knowing fib. |
ξέρωtransitive verb (comprehend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know the answer. Γνωρίζω την απάντηση. |
ξέρωtransitive verb (be aware of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Does he know that we've arrived? Γνωρίζει ότι ήρθαμε; |
ξέρω, γνωρίζωtransitive verb ([sb]: be acquainted with) (γνωριμία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you know Julie? Γνωρίζεστε με την Τζούλι; |
ξεχωρίζω, διακρίνωtransitive verb (distinguish) (διακρίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He doesn't know a flower from a weed. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο. |
ξέρω, γνωρίζωintransitive verb (hold in mind as fact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you don't know, then we need to find someone who does. Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει. |
ξέρω, γνωρίζωintransitive verb (have information about) (έχουμε συναντηθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know of him, but he's not really a friend. Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι. |
ξέρωtransitive verb (be conversant with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He knows football better than anyone. Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα. |
έχω στο μυαλό μουtransitive verb (perceive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know her as a woman of integrity. Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα. |
ξέρωtransitive verb (recognize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I knew it was you as soon as I saw you. Ήξερα (or: Κατάλαβα) ότι ήσουν εσύ μόλις σε είδα. |
ξέρω, γνωρίζωtransitive verb (have fixed in one's mind) (παγιωμένη γνώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's only three but she knows the alphabet. Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα. |
παντογνώστηςadjective (who knows everything) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My priest told me that God is all-knowing. |
πονηρό χαμόγελοnoun (smile that suggests secret understanding) (ξέρω κάτι) She stammered and he gave her a knowing smile. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knowing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του knowing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.