Τι σημαίνει το leant στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης leant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leant στο Αγγλικά.
Η λέξη leant στο Αγγλικά σημαίνει άπαχος, σφιχτός, αδύνατος, λεπτός, κλίνω, κλίση, φτωχικός, φτωχός, σκύβω, είμαι δυναμικός, στηρίζομαι, πιέζω, σκύβω, γέρνω, κλίνω προς κπ/κτ, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε, γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ, ξαπλώνω, σκύβω, γέρνω, λιτή παραγωγή, άπαχο κρέας, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, σκύβω, γέρνω, γέρνω προς κπ/κτ, περίοδος των ισχνών αγελάδων, υπόστεγο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης leant
άπαχοςadjective (meat: having little fat) (για κρέας: με λίγο λίπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer lean meat to fatty meat. Προτιμώ το άπαχο κρέας από το παχύ. |
σφιχτόςadjective (body: thin and strong) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The female athlete's muscles were lean. Οι μύες της αθλήτριας είναι σφιχτοί (or: σφιχτοδεμένοι). |
αδύνατος, λεπτόςadjective (person: thin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her lean figure was silhouetted by the sun. Ο ήλιος διαγράφει την αδύνατη (or: λιγνή) της φιγούρα. |
κλίνωintransitive verb (slant, not be vertical) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Leaning Tower of Pisa leans away from the sea. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέρεις αν ο Πύργος της Πίζας έκλινε ανέκαθεν τόσο πολύ προς τη μία πλευρά; |
κλίσηnoun (angle of slant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The tower has a 10-degree lean. |
φτωχικός, φτωχόςadjective (poor; lacking richness) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These are lean times for many people, as prices rise and wages decline. Αυτά τα χρόνια είναι φτωχικά για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι τιμές αυξάνονται και οι μισθοί πέφτουν. |
σκύβωphrasal verb, intransitive (incline your body: to listen, etc.) (για να ακούσω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The little girl was soft-spoken, so Dawn leaned in to hear her better. |
είμαι δυναμικόςphrasal verb, intransitive (US, figurative, slang (be assertive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στηρίζομαιphrasal verb, transitive, inseparable (rely on for support) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can always lean on me. Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου. |
πιέζωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (pressure to do [sth]) (μεταφορικά: απειλώντας ή εκφοβίζοντας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The president's advisors are leaning on him to back the deal. |
σκύβω, γέρνωphrasal verb, intransitive (bend or tilt one's body outwards) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλίνω προς κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (tend towards, prefer) (μεταφορικά) In the upcoming election, he is leaning towards the Democrats. Όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, κλίνει προς τους Δημοκρατικούς. |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ(for support) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He felt dizzy and had to lean against the wall for support. |
στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε(prop: [sth] up on [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The thief leaned his ladder against the wall of the house. |
γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ(be propped against [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The board is leaning against the wall. Η σανίδα γέρνει στον τοίχο. |
ξαπλώνω(recline) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκύβω, γέρνω(incline your body) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λιτή παραγωγήnoun (efficiency in the production of goods) |
άπαχο κρέαςnoun (animal flesh which is not fatty) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack Spratt could eat no fat, so his wife gave Jack only the lean meat. |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ(rest your weight on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't lean on the railing of this balcony - it isn't secure! If you will lean on my shoulder as we walk, it will take some of the weight off your sore ankle. Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές! |
σκύβω(bend forwards or down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have to lean over to tie my shoe laces. Πρέπει να σκύψω για να δέσω τα κορδόνια μου. |
γέρνω(bend sideways) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In Pisa, there is a famous tower that leans over to one side. Στην Πίζα υπάρχει ένας φημισμένος πύργος που γέρνει προς τη μία πλευρά. |
γέρνω προς κπ/κτ(incline body in the direction of) (κυριολεκτικά) My grandmother often leans toward me in order to hear every word that I say. |
περίοδος των ισχνών αγελάδωνnoun (unprosperous 12 months) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) 2009 was a lean year for our company. |
υπόστεγοnoun (shed with slanted roof) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I store all my tools in a lean-to out back. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του leant
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.