Τι σημαίνει το liking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης liking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του liking στο Αγγλικά.
Η λέξη liking στο Αγγλικά σημαίνει συμπάθεια, προτίμηση, γούστο, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, θέλω, προτιμώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, όπως, περίπου, ίδιος, ολόιδιος, κάτι παρόμοιο, όμοιος, παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογος, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι, παραλίγο να κάνω κτ, αντίστοιχος, όμοιος, όμοιος, αντίστοιχος, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, όπως, σαν, όπως, σα να λέω, κάνω Like, του γούστου μου, όπως μου αρέσει, όπως το θέλω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης liking
συμπάθεια, προτίμησηnoun (fondness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She has a liking for everything connected with Ancient Rome. Έχει μια προτίμηση σε ότι συνδέεται με την Αρχαία Ρώμη. |
γούστοnoun (approval, taste) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) None of the shoes they had were really to my liking. Κανένα από τα παπούτσια που είχαν δεν ήταν στ' αλήθεια του γούστου μου. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (find personable) I like him. He seems like a good guy. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (be romantically attracted to) He really likes her a lot. Τη γουστάρει στ' αλήθεια. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (consider good) I like that idea. Let's suggest it to the boss. Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (be fond of) Do you like pizza? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα. |
θέλω, προτιμώtransitive verb (desire, prefer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can do what you like till I get home, then we are cleaning the house. Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbal expression (activity: enjoy) (να κάνω κάτι) Liz likes cooking Thai food. Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό. |
όπωςpreposition (informal (in the same way as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She talks like her brother does. Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
περίπουadverb (US, slang (approximately, more or less) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He's like six feet tall. Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα. |
ίδιος, ολόιδιοςadjective (formal (the same, identical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We always agree: We are of like mind. Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης. |
κάτι παρόμοιοnoun (something similar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What a strange car. I've never seen the like. |
όμοιοςadjective (formal (similar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Like poles repel; opposite poles attract. Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται και οι αντίθετοι έλκονται. |
παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογοςadjective (formal (analogous, comparable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Writing poems, odes, and like forms requires linguistic skills and imagination. Για να γράψει κανείς ποιήματα, ωδές και άλλα παρόμοια (or: αντίστοιχα) έργα, απαιτούνται γλωσσολογικές ικανότητες και φαντασία. |
ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσιadverb (UK, regional, slang (as it were) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) But I really wanted that job, like. Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να πούμε. |
παραλίγο να κάνω κτexpression (US, regional (almost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The poor kid like to froze. |
αντίστοιχος, όμοιοςnoun (counterpart) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I don't think they have his like in any other firm. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχός (or: όμοιος) του σε άλλη εταιρεία. |
όμοιος, αντίστοιχοςnoun (equal) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) He is the kindest man I know. I have never met his like. Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του. |
άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπplural noun (informal (people similar to [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My mother wouldn't let me go round with the likes of him. You'll end up in trouble if you go out with the likes of her. |
όπωςpreposition (in the way that) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was hot again today, like summer should be. Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι. |
σανpreposition (intensifier) He ran like hell. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έτρεχε σαν τρελός. |
όπωςpreposition (informal (such as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) So you want a new challenge? Like what? Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι; |
σα να λέωverbal expression (slang (say: expressing attitude) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was like, "I don't want to do that". Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό». |
κάνω Liketransitive verb (social media: favorite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wished Danny a happy birthday and he "liked" my post. |
του γούστου μουadjective (in preferred way) (ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I'm afraid the colour green is not to my liking; I prefer blue. |
όπως μου αρέσει, όπως το θέλωadverb (in preferred way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Choose a steak and we will cook it to your liking. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του liking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του liking
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.