Τι σημαίνει το lingue στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lingue στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lingue στο Ιταλικό.
Η λέξη lingue στο Ιταλικό σημαίνει γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, λωρίδα γης, γλώσσα, γλώσσα, μελέτη/εκμάθηση γλώσσας, αγγίζω με τη γλώσσα, γλώσσα pidgin, καθομιλουμένη, κοινή γλώσσα, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, καζακικά, Μολδαβικά, η γλώσσα της Καμπίλια, ωμός, στα σουηδικά, κροατικά, φλυαρία, ισπανικός, ισπανόφωνος, μονόγλωσσος, ειλικρινής, ευθής, πριν την ανακάλυψη της γραφής, αραβόφωνος, που μιλάει Αγγλικά, ισπανόφωνος, δηκτικός, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, νοηματική, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, ετοιμολογία, άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα, -, νεκρή γλώσσα, εκμάθηση ξένων γλωσσών, κοινή γλώσσα, λίνγκουα φράνκα, ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα, νεκρή γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, φιλί με γλώσσα, αρχική έκδοση, νοηματική γλώσσα, προφορική γλώσσα, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, γλώσσα μεταφοράς, μητρική γλώσσα, ξένη γλώσσα, ξένη φράση, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, διχαλωτή γλώσσα, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, Ταμίλ, κύρια γλώσσα, ξένη γλώσσα, γλώσσα των Μάγια, διδασκαλία αγγλικής γλώσσας, παγκόσμια γλώσσα, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, έχω την ίδια άποψη, δαγκώνομαι, αραβόφωνος, των Μάγια, μαρτυριάρης, δεύτερη γλώσσα, Φιτζιανά, Μοϊκανός, αφγανικά, η γλώσσα των Τσερόκι, παγκόσμια γλώσσα, φιλιέμαι με γλώσσα, Γαλλικών, η γλώσσα των Ιροκουά, γερμανικές γλώσσες, φιλάω κπ με γλώσσα, -φωνος, ντόμπρος, Ρομανική, λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσα, αφάρ, Σανσκριτικά, μογγολική, ελληνικά, επίσημη γλώσσα, Ντελαγουέρ, γραπτός λόγος, δίνω γλωσσόφιλο, λέω στη νοηματική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lingue
γλώσσαsostantivo femminile (idioma) (μέσο επικοινωνίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parla due lingue: francese e inglese. Μιλάει δυο γλώσσες: γαλλικά και αγγλικά. |
γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rick morse la fragola succosa e sentì il sapore esplodergli sulla lingua. Ο Ρικ δάγκωσε τη ζουμερή φράουλα και ένιωσε μια έκρηξη γεύσης στη γλώσσα του. |
γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Patricia servì lingua per pranzo. Η Πατρίτσια σέρβιρε γλώσσα για μεσημεριανό. |
γλώσσαsostantivo femminile (idioma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molte persone hanno difficoltà cercando di padroneggiare un'altra lingua. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όταν προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα. |
γλώσσαsostantivo femminile (parlare) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Michelle riesce sempre a dire la cosa giusta, ha la lingua sciolta. |
λωρίδα γηςsostantivo femminile (geografia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era una una bella lingua di terra che aggettava nel lago. |
γλώσσαsostantivo femminile (anche figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλώσσαsostantivo femminile (lingua straniera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piacerebbe molto lavorare in Italia, ma non parlo la lingua. Θα μου άρεσε να δουλέψω στην Ιταλία αλλά δε μιλάω τη γλώσσα. |
μελέτη/εκμάθηση γλώσσας(materia scolastica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Generalmente sono richiesti quattro anni di studio di lingua per ottenere la maturità negli Stati Uniti. |
αγγίζω με τη γλώσσαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo il combattimento il giovane si toccò i denti con la lingua, accertandosi che fossero ancora tutti lì. |
γλώσσα pidgin(linguaggio) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I commercianti asiatici parlavano un pidgin che combinava elementi del coreano, del cinese e del giapponese. |
καθομιλουμένη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή γλώσσα
|
διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας(acronimo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καζακικά(γλώσσα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Μολδαβικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
η γλώσσα της Καμπίλια(lingua) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ωμόςaggettivo (persona) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan è un tipo diretto; se vuoi una risposta onesta, chiedigli pure qualsiasi cosa. Ο Ντον είναι πολύ ευθύς, γι' αυτό μπορείς να τον ρωτήσεις οτιδήποτε εάν θέλεις να λάβεις ειλικρινή απάντηση. |
στα σουηδικά(lingua) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κροατικά(lingua) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sto facendo un corso di croato di base per prepararmi al mio viaggio in Croazia. |
φλυαρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il chiacchiericcio e le risatine delle ragazze irritavano il vecchio bisbetico. |
ισπανικός, ισπανόφωνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi genitori sono di lingua spagnola ma parlano bene l'inglese. |
μονόγλωσσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli adulti che parlano una sola lingua si rammaricano spesso di non averne imparata un'altra. |
ειλικρινής, ευθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πριν την ανακάλυψη της γραφής
|
αραβόφωνοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per piacere, vorrei un tassista di lingua araba. Θα ήθελα έναν αραβόφωνο οδηγό ταξί παρακαλώ. Υπάρχουν αραβόφωνοι ξεναγοί εδώ; |
που μιλάει Αγγλικά
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'Australia, la Nuova Zelanda e gli Stati Uniti sono tutti paesi di lingua inglese. |
ισπανόφωνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il Messico è un Paese di lingua spagnola. La popolazione argentina è per la maggior parte di lingua spagnola. Το Μεξικό είναι ισπανόφωνη χώρα. Ο πληθυσμός της Αργεντινής είναι κυρίως ισπανόφωνος. |
δηκτικόςlocuzione aggettivale (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Κατάπιες τη γλώσσα σου;interiezione (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che succede? Hai perso la lingua? |
το έχω στην άκρη της γλώσσας μουlocuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νοηματική
Emily sta diventando brava nel linguaggio dei gesti con il suo amico sordo. |
αγγλικά ως δεύτερη γλώσσαsostantivo maschile (didattica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laurie ha insegnato inglese come lingua straniera per due anni. |
ετοιμολογίαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha la lingua piuttosto tagliente. |
άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσαsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
-sostantivo femminile (informale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Finisce sempre nei guai a causa della sua lingua lunga. Βρίσκει συνέχεια τον μπελά του επειδή δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό. |
νεκρή γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il latino è una lingua morta. |
εκμάθηση ξένων γλωσσώνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo studio di una lingua straniera è più semplice se fatto sul posto. |
κοινή γλώσσα, λίνγκουα φράνκαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'esperanto era stato ideato per essere una lingua franca ma non ha mai assunto davvero questo ruolo. Il latino era la lingua franca dell'Impero romano. Η εσπεράντο σχεδιάστηκε με στόχο να γίνει κοινή γλώσσα, αλλά δεν πέτυχε ποτέ το σκοπό αυτό. Τα λατινικά ήταν η κοινή γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. |
ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεκρή γλώσσαsostantivo femminile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Provare a capire una lingua morta è come interpretare un codice. La stele di Rosetta ci ha aiutato a decifrare la lingua morta degli antichi Egizi. Το να προσπαθείς να καταλάβεις μια νεκρή γλώσσα είναι σα να σπας έναν κώδικα. Η Στήλη της Ροζέτας μας βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουμε τη χαμένη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων. |
μητρική γλώσσαsostantivo femminile La lingua madre di Juan è lo spagnolo. Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά. |
μητρική γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia madrelingua è l'inglese, ma ho imparato il francese a scuola. |
μητρική γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia lingua madre è l'italiano, ma parlo altre quattro lingue straniere. |
επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La lingua ufficiale in Italia è l'italiano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. |
φιλί με γλώσσαsostantivo maschile (informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un bacio con la lingua può essere molto erotico. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι φιλί ήταν; Με γλώσσα; |
αρχική έκδοσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il cinema presentò il film in lingua originale. |
νοηματική γλώσσα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Riesce a comunicare perfettamente usando la lingua dei segni. Μπορεί και επικοινωνεί τέλεια χρησιμοποιώντας τη νοηματική γλώσσα. |
προφορική γλώσσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επίσημη γλώσσα/διάλεκτοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλώσσα μεταφοράςsostantivo femminile (traduzione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Generalmente traduco dalla lingua sorgente allo spagnolo, la lingua di destinazione. |
μητρική γλώσσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'inglese non è la mia lingua materna. La lingua materna della maggior parte degli australiani è l'inglese. |
ξένη γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prima inizi ad apprendere una lingua straniera e più sarà facile. |
ξένη φράσηsostantivo femminile Alcune espressioni in lingua straniera come "déjà vu" e "bon appétit" sono molto utili visto che in inglese non ci sono espressioni corrispettive. |
γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διχαλωτή γλώσσαsostantivo femminile |
αγγλικά ως ξένη γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Αμερικανική Νοηματική Γλώσσαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
Ταμίλ
(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κύρια γλώσσαsostantivo femminile |
ξένη γλώσσαsostantivo femminile |
γλώσσα των Μάγια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διδασκαλία αγγλικής γλώσσαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παγκόσμια γλώσσα
|
δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβένταverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato, colloquiale: tacere) (έκφραση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi morderti la lingua e non dire a tua suocera quello che pensi davvero della sua cucina. |
έχω την ίδια άποψη(figurato: essere d'accordo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non sempre vediamo le cose allo stesso modo. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
δαγκώνομαι(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αραβόφωνοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molte nazioni di lingua araba sono di religione islamica. |
των Μάγια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαρτυριάρηςsostantivo femminile (informale) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mia sorella è una lingua lunga, ha detto a tutti della mia cotta! |
δεύτερη γλώσσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Φιτζιανάsostantivo femminile (γλώσσα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Μοϊκανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφγανικά(lingua) (γλώσσα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
η γλώσσα των Τσερόκιsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παγκόσμια γλώσσαsostantivo femminile |
φιλιέμαι με γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La coppia discuteva sull'opportunità o meno del bacio alla francese ad un matrimonio. Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο. |
Γαλλικώνlocuzione aggettivale (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Solange dà ai miei figli lezioni private di francese. |
η γλώσσα των Ιροκουάsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γερμανικές γλώσσεςsostantivo femminile |
φιλάω κπ με γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-φωνοςlocuzione aggettivale (suffisso unito a nomi di lingue) La maggior parte dell'America del Sud è di lingua spagnola. |
ντόμπροςlocuzione aggettivale (idiomatico) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un tipo senza peli sulla lingua che parla con franchezza. |
Ρομανικήsostantivo femminile (για γλώσσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il termine lingua romanza si riferisce alle lingue che hanno origine dal latino. |
λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'amico non udente di Veronica disse nella lingua dei segni che avrebbe preferito incontrarsi alle sette quella sera. Η φίλη της Βερόνικα που είχε πρόβλημα ακοής είπε στη νοηματική ότι θα προτιμούσε να συναντηθούν στις 7 το απόγευμα. |
αφάρ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lingua afar è una lingua afroasiatica. |
Σανσκριτικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μογγολική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελληνικάsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
επίσημη γλώσσαsostantivo femminile |
Ντελαγουέρsostantivo maschile (γλώσσα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
γραπτός λόγοςsostantivo femminile |
δίνω γλωσσόφιλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un insegnante ha visto Susie e Jimmy che si baciavano con la lingua dietro la tribuna! |
λέω στη νοηματικήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I due usarono la lingua dei segni per la loro conversazione, in modo da non fare rumore. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Για να μην τους καταλάβει κανείς έλεγαν τα νέα τους στη νοηματική. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lingue στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.