Τι σημαίνει το loading στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loading στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loading στο Αγγλικά.

Η λέξη loading στο Αγγλικά σημαίνει φόρτωση, μπόνους, πριμ, φορτίο, φορτίο, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πολύ, φορτώνω, φορτώνω σε, φορτώνω με, φορτίο, η ποσότητα που χωράει, φορτίο, βάρος, φορτίο, βάρος, φόρτος, γέμισμα, φορτώνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, που γεμίζει από μπροστά, προεφοδιασμός, αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης, ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης, αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης, με δυνατότητα αυτοφόρτωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loading

φόρτωση

noun (act of filling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Loading was interrupted by bad weather, so the flight had to be delayed.

μπόνους, πριμ

noun (NZ (extra payment) (αποδοτικότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ray demanded a loading for having to work at night.

φορτίο

noun (weight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She carried the heavy load up the hill.
Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο.

φορτίο

noun (cargo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The truck driver picked up a load at the dock.
Ο οδηγός του φορτηγού παρέλαβε ένα φορτίο στην αποβάθρα.

πάρα πολλοί

plural noun (informal (great quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have you ever seen a shooting star? I've seen loads.
Έχεις δει ποτέ πεφταστέρια; Εγώ έχω δει ένα σωρό.

πάρα πολλοί

plural noun (informal (great quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I spent loads of money when I went shopping.
Ξόδεψα ένα κάρο λεφτά όταν πήγα για ψώνια.

πολύ

adverb (informal (a lot, greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I miss you loads.
Μου λείπεις πολύ.

φορτώνω

transitive verb (fill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The men loaded the truck and then drove away.
Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν.

φορτώνω σε

(put: [sth] to be transported)

They loaded the goods into the delivery truck.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

φορτώνω με

(fill with [sth])

We loaded the wheelbarrow with bricks.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

φορτίο

noun (laundry) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He emptied the washing machine, hung the clothes to dry and put in another load.
Άδειασε το πλυντήριο, άπλωσε τα ρούχα για να στεγνώσουν και έβαλε μέσα το επόμενο φορτίο (or: γέμισμα).

η ποσότητα που χωράει

noun (often as suffix (measure: how many)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I estimate that there are 50 truck-loads of dirt here.
Υπολογίζω ότι εδώ υπάρχουν 50 φορτηγά χώμα.

φορτίο, βάρος

noun (uncountable (quantity, weight borne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pillars of the building support the load of the floors above.
Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων.

φορτίο, βάρος

noun (figurative (stress) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He felt the load lifted off of him when he finished his last exam.
Ένιωσε ένα φορτίο (or: βάρος) να φεύγει από πάνω του όταν τελείωσε την τελευταία εξέταση.

φόρτος

noun (amount of work assigned)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have a heavy load this semester.
Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο.

γέμισμα

noun (charge for a gun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boy prepared the next load for the soldier.
Το αγόρι ετοίμασε το επόμενο γέμισμα για το στρατιώτη.

φορτώνω

intransitive verb (take on cargo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trucks must pull up to the dock to load.
Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν.

φορτώνω

intransitive verb (take on passengers) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship is loading at the pier.
Το πλοίο φορτώνει (or: επιβιβάζει) στην προβλήτα.

γεμίζω

intransitive verb (charge: a firearm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldier stopped firing so that he could load.
Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του.

φορτώνω

transitive verb (figurative (burden) (μτφ: κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The managers loaded his employees with projects.
Οι διευθυντές φόρτωσαν τους υπαλλήλους με εργασίες.

φορτώνω

transitive verb (supply in abundance) (μτφ: κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spring rains loaded the trees with fruit.
Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα.

που γεμίζει από μπροστά

adjective (washing machine: opening at front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Front-loading washers are much more energy efficient than top-loading.
Τα πλυντήρια που γεμίζουν από μπροστά είναι πιο αποδοτικά από αυτά που γεμίζουν από πάνω.

προεφοδιασμός

noun (project: invest more early on)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης

noun (dock where cargo is loaded)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The truck reversed from the road to the loading bay.

ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης

noun (where cargo is loaded)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reversing an articulated vehicle up to a loading dock is difficult.

αποβάθρα φόρτωσης, εξέδρα φόρτωσης

noun (dock where cargo is loaded)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με δυνατότητα αυτοφόρτωσης

adjective (automatically loads)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loading στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loading

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.