Τι σημαίνει το men στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης men στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του men στο Αγγλικά.

Η λέξη men στο Αγγλικά σημαίνει άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπος, επανδρώνω, φίλε, φίλε, ουφ, πω πω, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, υπηρέτης, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, παίχτης, παίκτης, πιόνι, άνθρωπος, τύπος, καθεστώς, επανδρώνω, κρατάω, πολυτάλαντος, διαφημιστής, διαφημιστής, διασώστης, Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα, πολιτικοποιημένος νέος, πιθηκάνθρωπος, όπως όλοι, Μπάτμαν, Batman, αντιμετωπίζω κτ σαν άντρας, μεγαλώνω, είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, κουμπάρος, αρχηγός, καβαλημένος, μαύρος, Αφρικανός, Σατανάς, τυφλός, τυφλόμυγα, καριερίστας, αγριάνθρωπος, κοινός θνητός, κοινή θνητή, απλός πολίτης, άνθρωπος του λαού, άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας, απατεώνας, απατεώνισσα, επαρχιώτης, χωρικός, σχολικός τροχονόμος, νεκρός, πεθαμένος, διανομέας, βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης, στρατιώτης, στρατιώτης, φαντάρος, Πτώση, συνάνθρωπος, ελεύθερος άνθρωπος, φρεγάτα, φρόντμαν, εκπρόσωπος, τζογαδόρος, σκουπιδιάρης, μπισκότο σε σχήμα ανθρώπου, καλός άνθρωπος, μεγάλος άνδρας, ενήλικας, πληρωμένος δολοφόνος, κάποιος που κάνει βρωμοδουλειές για λογαριασμό άλλων, συκοφάντης, δυσφημιστής, αρρενωπός άντρας, υποτακτικός, πνευματικός, ιερωμένος, παγωτατζής, εγκέφαλος, Κουταλιανός, iron man, διαγωνισμός δύναμης, άντρας, ερωτύλος, όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής, πολυμαθής, μορφωμένος, καταρτισμένος, σαν άντρας, σαν άντρας, νεαρός, μάγος, συντηρητής, επικεφαλής, ο μέσος άνθρωπος, άνθρωπος των πράξεων, θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωπος, λιγομίλητος, λακωνικός, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, ιερωμένος, κληρικός, κπ που κρατάει το λόγο του, έντιμος άνθρωπος, άνθρωπος των γραμμάτων, ο άντρας του σπιτιού, παιδί του λαού, σοφός άνθρωπος, άνθρωπος στη θάλασσα, στρατιώτης, αγόρι, γιος, ανώριμος άντρας, εργατοημέρα, ανθρωποφάγος, λυσσάρα, ανθρωποφάγος, ανθρωποώρα, εργατοώρα, εργατοώρες, τεχνητός, μεγάλος, αρρενωπός άντρας, ανθρώπινο δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό, παντρεμένος, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ας νικήσει ο καλύτερος, σαμάνος, μεσάζων, μεσάζων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης men

άντρας, άνδρας

noun (adult male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The name's Chris? Is that a man or a woman?
Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα;

άντρας, άνδρας

noun (person, individual) (αρσενικός ενήλικας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That man over there is the one who stole my purse.
Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι.

άνθρωπος

noun (figurative (humanity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Is man destined to repeat the mistakes of the past?
Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος;

άνθρωπος

noun (uncountable (homo sapiens)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some people still deny that apes and man are related.
Ορισμένοι ακόμα αρνούνται ότι ο πίθηκος και ο άνθρωπος συγγενεύουν.

επανδρώνω

transitive verb (staff)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friends and I manned the booth at the fair.
Εγώ και οι φίλοι μου επανδρώσαμε τον πάγκο στο πανηγύρι.

φίλε

interjection (colloquial (friend: usually male) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
How are you doing, man?
Φίλε (or: Φιλαράκι), τι κάνεις;

φίλε

interjection (slang (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh man! Look what I just found.
Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα.

ουφ, πω πω

interjection (slang (exhaustion)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Man! That was a difficult climb of the stairs.
Ουφ! Ήταν δύσκολο το ανέβασμα της σκάλας.

άντρας, άνδρας

noun (informal (husband, boyfriend) (κυριολεκτικά: σύζυγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her man fixed the light bulb for her.
Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα.

άντρας, άνδρας

noun (strong male) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ooh, look at his muscles! He's such a man!
Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)!

υπηρέτης

noun (valet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The name of Lord Peter Wimsey's man was Bunter.
Ο υπηρέτης του Λόρδου Πίτερ Γουίμσι λεγόταν Μπάντερ.

άντρας, άνδρας

noun (male subordinate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have three men working on the project.
Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο.

άντρας, άνδρας

noun (male lover) (κυριολεκτικά: σύζυγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do you have a man, or are you still alone?
Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου;

παίχτης, παίκτης

noun (sports: male player)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A man from the defence comes up to try to score.
Ένας παίκτης της άμυνας προωθείται για να προσπαθήσει να σκοράρει.

πιόνι

noun (chess piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He moved his man forward two squares.
Μετακίνησε το πιόνι του δύο τετράγωνα μπροστά.

άνθρωπος, τύπος

noun (fan of [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's a watermelon man, but I prefer apples.
Εκείνου του αρέσει το καρπούζι, εγώ προτιμώ τα μήλα.

καθεστώς

noun (US, figurative, uncountable (authority)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He spent his whole life working for the Man.
Πέρασε όλη του τη ζωή δουλεύοντας για το καθεστώς.

επανδρώνω

transitive verb (military: position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They manned the barricades to stop the enemy breaking through.
Πήραν θέση στα οδοφράγματα για να σταματήσουν την πορεία του εχθρού.

κρατάω

transitive verb (serve at) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I manned the cash register while Steve poured the beer.
Εγώ κρατούσα το ταμείο όσο ο Στιβ έβαζε μπύρα.

πολυτάλαντος

noun (figurative (capable man)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφημιστής

noun (advertising man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφημιστής

noun (dated (male who works in advertising)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διασώστης

noun (male paramedic) (ασθενοφόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ambulance man took my pulse.

Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα

noun (UK, figurative (1950s male writer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολιτικοποιημένος νέος

noun (figurative (politically active male) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιθηκάνθρωπος

noun (apelike human ancestor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όπως όλοι

expression (just as much as anyone else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μπάτμαν, Batman

noun (comic book superhero)

Batman has been a popular comic book character since 1939.

αντιμετωπίζω κτ σαν άντρας

verbal expression (figurative (male: show strength)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have to be a man about this, and admit that you made a mistake.

μεγαλώνω

verbal expression (male: reach adulthood)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan's young son wants to be an astronaut when he is a man.

είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου

verbal expression (male: be independent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουμπάρος

noun (bridegroom's male attendant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pete was the best man at Mick and Lucy's wedding.
Ο Πιτ ήταν κουμπάρος στον γάμο του Μικ και της Λούσι.

αρχηγός

noun (figurative, slang (leader, esp. drug dealer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καβαλημένος

noun (figurative, disapproving, slang (self-important man) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μαύρος

noun (dark-skinned male)

Αφρικανός

noun (male of African descent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Σατανάς

noun (dated, rare (evil spirit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τυφλός

noun (male who cannot see)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I knew he was a blind man because he had a guide dog.

τυφλόμυγα

noun (blindfolded tag game)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καριερίστας

noun (male devoted to his work)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγριάνθρωπος

noun (figurative, pejorative (rough or coarse person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dom is such a caveman; he chews with his mouth open and is always belching loudly.

κοινός θνητός, κοινή θνητή

noun (ordinary citizen, lay person) (μεταφορικά)

The political parties are all trying to appeal to the common man.

απλός πολίτης, άνθρωπος του λαού

noun (male commoner, without title)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
If a common man married the daughter of a nobleman, she would lose her title.

άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας

noun (loyal male worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απατεώνας, απατεώνισσα

noun (informal (confidence trickster)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The con man persuaded the elderly lady to give him a cheque for £400.

επαρχιώτης, χωρικός

noun (male who lives in countryside)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Charles is a countryman who doesn't understand the ways of the big city.

σχολικός τροχονόμος

noun (for crossing a road)

The crossing guard at this intersection is very friendly; he kids around with the children and chats with the adult pedestrians.

νεκρός, πεθαμένος

noun (slang, figurative (man who is likely to die) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Touch me again and you're a dead man!

διανομέας

noun (male who delivers goods)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The delivery man dropped off the package at the door.

βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης

noun (informal, pejorative (elderly, lecherous man) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you keep looking at her like that she'll think you're a dirty old man.

στρατιώτης

noun (initialism (military: enlisted man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατιώτης, φαντάρος

noun (military: male soldier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the military 'enlisted men' include all soldiers that are not officers.

Πτώση

noun (Bible)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
In the Bible, the serpent brought on the Fall.
Στη Βίβλο, το φίδι έφερε την πτώση.

συνάνθρωπος

noun (another person)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ελεύθερος άνθρωπος

noun ([sb] who is not in prison)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He'll be on probation for the rest of his life, so he isn't really a free man. After ten years of a bad marriage, I am once again a free man.

φρεγάτα

noun (seabird) (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φρόντμαν

noun (musical group: leading performer)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εκπρόσωπος

noun (organization: public representative)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τζογαδόρος

noun (adult male who gambles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκουπιδιάρης

noun (informal (dustman, binman: refuse collector)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The garbage men collect the trash on my block every Friday at 8:00 AM.

μπισκότο σε σχήμα ανθρώπου

noun (biscuit in the shape of a man)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a fairy tale about a gingerbread man who runs away from the baker.

καλός άνθρωπος

noun (honest or kind man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My uncle is a good man and always helps his neighbours.

μεγάλος άνδρας

noun (notable, influential man)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Napoleon was a great man, although not in terms of stature.

ενήλικας

noun (adult male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His story was so sad, it could make grown men cry.

πληρωμένος δολοφόνος

noun (figurative (hitman: hired murderer)

κάποιος που κάνει βρωμοδουλειές για λογαριασμό άλλων

noun (figurative (person: does unpleasant tasks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the company's "hatchet man", he was responsible for shedding 200 jobs within three months.

συκοφάντης, δυσφημιστής

noun (figurative (character assassin) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρρενωπός άντρας

noun (informal (virile male)

υποτακτικός

noun (does unpleasant tasks) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πνευματικός, ιερωμένος

noun (priest, spiritual leader)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παγωτατζής

noun (travelling ice-cream seller)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I am waiting for the ice cream man to come so that I can buy some ice cream.

εγκέφαλος

noun (creative, [sb] employed to devise ideas) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need an ideas man to manage our publicity campaign.

Κουταλιανός

noun (male with physical endurance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

iron man

noun (® (sporting event)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαγωνισμός δύναμης

noun (contest to determine strongest man)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's been training for the Iron Man competition for months now.

άντρας

noun (dated, slang (man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Every jack is being drafted into the army.

ερωτύλος

noun (informal (man: seduces women)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής

noun (actor in central role) (σχεδόν ίδιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bellamy was the leading man in many low-budget action movies.

πολυμαθής, μορφωμένος, καταρτισμένος

noun (man who is educated, erudite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The young prince was tutored in the sciences by several learned men.

σαν άντρας

adverb (in a masculine way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She walks like a man.

σαν άντρας

adverb (informal, figurative (with stoicism)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ben gritted his teeth and prepared to take his punishment like a man.

νεαρός

noun (term of affection: boy) (για παιδιά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hey, little man! - let's have a talk.

μάγος

noun (shaman or witch doctor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συντηρητής

noun (man who carries out repairs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Call the maintenance man right away - the radiator's leaking all over the floor!

επικεφαλής

noun (figurative (male in charge)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
The man at the helm works 12 hours a day to keep the company running smoothly.

ο μέσος άνθρωπος

noun (figurative (common man, average person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you explain your theory so that the man in the street can understand it?

άνθρωπος των πράξεων

noun ([sb] who acts rather than thinks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was a man of action rather than of words.

θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωπος

noun (brave man)

λιγομίλητος, λακωνικός

noun (man who speaks very little)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He may be a man of few words, but when he does say something it's worth hearing.

ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα

noun (brilliantly clever man)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ιερωμένος, κληρικός

noun (priest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κπ που κρατάει το λόγο του

noun (male: keeps promises)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've worked with him, and I know him to be a man of his word.

έντιμος άνθρωπος

noun (male who has acted nobly)

I know you're a man of honor; you wouldn't stab your enemy in the back.

άνθρωπος των γραμμάτων

noun (highly educated man)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο άντρας του σπιτιού

noun (responsible head of household)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Jim became man of the house after his father died.

παιδί του λαού

noun (leader) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σοφός άνθρωπος

noun (wise or intelligent man)

There are very few true men of wisdom in public life today.

άνθρωπος στη θάλασσα

interjection (dated ([sb] has fallen off ship or boat) (έκκληση βοήθειας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Man overboard! Toss him a life preserver before the sharks get him!

στρατιώτης

noun (soldier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγόρι

noun (literary (male child, boy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γιος

noun (literary (son)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώριμος άντρας

noun (figurative, pejorative (emotionally immature man)

εργατοημέρα

noun (accounting unit of measure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρωποφάγος

noun (informal (animal that eats human flesh)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λυσσάρα

noun (figurative, informal (sexually predatory woman) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρωποφάγος

adjective (informal (animal: that eats human flesh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθρωποώρα, εργατοώρα

noun (amount of work done)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εργατοώρες

plural noun (time spent, required)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τεχνητός

adjective (artificial or synthetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nylon is a man-made fibre used in the clothing industry.

μεγάλος

adjective (figurative (sandwich, tissues: large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρρενωπός άντρας

noun (informal (confident and very masculine male)

ανθρώπινο δυναμικό

noun (workforce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company is restructuring in order to use its manpower more efficiently.

ανθρώπινο δυναμικό

noun (number of workers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need more manpower if we're going to finish construction on time.

παντρεμένος

noun (man who is [sb]'s husband)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Don't you dare flirt with him! He's a married man!

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

noun (middle-aged male) (μεταφορικά)

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection (before competition)

Good luck to all and may the best man win!

σαμάνος

noun (shaman, magician)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεσάζων

noun (go-between, intermediary)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I won't be your middleman; talk to her yourself!

μεσάζων

noun (intermediate trader)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The middlemen negotiated on behalf of their clients.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του men στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του men

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.