Τι σημαίνει το molesto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης molesto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του molesto στο ισπανικά.

Η λέξη molesto στο ισπανικά σημαίνει ενοχλώ, ενοχλώ, ταράζω, συγχύζω, αναστατώνω, γκρινιάζω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, με πειράζει, με ενοχλεί, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, μισώ, ενοχλώ, τραβολογάω, παιδεύω, με πειράζει, με ενοχλεί, ενοχλώ, με ενοχλεί, με εκνευρίζει, ενοχλώ, παρενοχλώ, πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, ταλαιπωρώ, ενοχλώ, εκνευρίζω, τσαντίζω, βασανίζω, γίνομαι φόρτωμα, γίνομαι βάρος, ταλαιπωρώ, τσιγκλάω, παρενοχλώ, ενοχλώ, τα βάζω με κπ, ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος, πιεστικός, ενοχλητικός, ενοχλητικός, που σου αποσπά την προσοχή, προβληματισμένος, ενοχλημένος, είμαι ενοχλημένος, νιώθω ενοχλημένος, ενοχλητικός, εκνευριστικός, ενοχλητικός, ενοχλητικός, σκληρός, τραχύς, κοροϊδευτικός, επιδεικτικός, ενοχλητικός, εκνευριστικός, άβολα, άβολα, αμήχανα, εκνευριστικός, ενοχλητικός, δυσάρεστος, ανεπιθύμητος, τσαντισμένος, ενοχλητικός, εκνευριστικός, γκρίνια, ενοχλητικός, ενοχλημένος, κακός, άσχημος, δύσκολος, κουραστικός, ταραγμένος, θυμωμένος, μεγάλος, ενοχλητικός, τσαντισμένος, αναστατωμένος,θλιμένος, κακός μπελάς, ενοχλώ, μην ενοχλείτε, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, αναστατώνω, συγχύζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, «μην ενοχλείτε», σταματάω, αφήνω κτ στην ησυχία του, πρήζω, προσβάλω, γίνομαι βάρος σε κπ, γκρινιάζω σε κπ, πειράζω, πιέζω, ενοχλώ, αφήνω κπ στην ησυχία του, φορτώνομαι σε κάποιον, βρίσκω τις ατέλειες, πρήζω, πιέζω κπ να κάνει κτ, διακόπτω, πρήζω, αφήνω κτ ήσυχο, αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο, ενοχλώ, παρενοχλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης molesto

ενοχλώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hermanito siempre me está molestando.
Ο μικρός μου αδερφός με ενοχλεί όλη την ώρα.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No molestes a tu hermano mientras estudia.
Μην ενοχλείς τον αδερφό σου ενώ μελετά.

ταράζω, συγχύζω, αναστατώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella lo molestó con sus acciones.
Τον τάραξε με τις πράξεις της.

γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El abogado molestaba con cada detalle del contrato.

τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su incesante silbido realmente me molesta.
Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα.

με πειράζει, με ενοχλεί

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quisiera sentarme aquí, ¿te molesta?
Θα ήθελα να καθίσω εδώ. Έχεις πρόβλημα;

απεχθάνομαι, σιχαίνομαι, μισώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le molestaba tener que pasar tanto tiempo sola.
Της την έδινε που έπρεπε να περνάει τόση ώρα μόνη της.

ενοχλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lamento molestarlo, pero le esperan al teléfono.
Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά κάποιος σας ζητάει στο τηλέφωνο.

τραβολογάω, παιδεύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdón por molestarte, pero necesito cambiar la fecha de nuestra reunión.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μη με παιδεύεις (or: τραβολογάς). Θέλω πίσω τα λεφτά που μου χρωστάς!

με πειράζει, με ενοχλεί

(να κάνω κάτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Te molesta tener que cuidar a tus hermanos tan seguido?
Σε πειράζει (or: Έχεις πρόβλημα) που πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου τόσο συχνά;

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo que me molesta de la película es por qué él nunca regresa.

με ενοχλεί, με εκνευρίζει

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Me molestan mucho las intromisiones del gobierno.
Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης.

ενοχλώ

verbo transitivo (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le he dicho que me deje en paz, pero sigue molestándome con llamadas telefónicas.

παρενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Es muy divertido molestarlo (or: fastidiarlo)!
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

ενοχλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκνευρίζω, ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡La engreída sonrisa de Bob me irrita!

ταλαιπωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενοχλώ, εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El crítico irritó al autor con sus insultos.

τσαντίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En realidad me fastidia Ana cuando se pone a cantar.

βασανίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deja de fastidiar a tu hermana mientras hace la tarea.

γίνομαι φόρτωμα, γίνομαι βάρος

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Estás seguro de que no te importa que me quede una noche más? No quiero aprovecharme.
Σίγουρα δε σε πειράζει να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Δε θέλω να σου γίνομαι βάρος.

ταλαιπωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bosque estaba afectado por una nueva enfermedad de los árboles.

τσιγκλάω

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te está haciendo muecas para hacerte saltar.

παρενοχλώ, ενοχλώ

(ρήτορα, ομιλητή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien de entre la multitud empezó a interrumpir con preguntas.

τα βάζω με κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hagas enojar a Stan porque te golpeará.
Μην τα βάζεις με τον Σταν! Θα σου αστράψει καμιά σφαλιάρα!

ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ella estaba molesta por las acciones de su amiga.
Ήταν ταραγμένη για τις πράξεις της φίλης της.

πιεστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate salió para escapar de su molesto novio.
Η Κέιτ βγήκε έξω για να ξεφύγει από τον πιεστικό φίλο της.

ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estos molestos insectos están arruinando nuestro picnic.
Αυτά τα ενοχλητικά έντομα καταστρέφουν το πικ νικ μας.

ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που σου αποσπά την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El sonido de alguien haciendo ruido con el bolígrafo sobre el escritorio era molesto.

προβληματισμένος

(ανησυχία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ενοχλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

είμαι ενοχλημένος, νιώθω ενοχλημένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Atorada en el tráfico bajo el sol radiante, Vera se sentía molesta.
Η Βέρα ένιωθε εκνευρισμένη καθώς ήταν κολλημένη στην κίνηση κάτω από τον καυτό ήλιο.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tal vez renuncie a mi trabajo porque ella es muy molesta.

ενοχλητικός

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus hijos pueden ser increíblemente molestos a veces.
Μερικές φορές τα παιδιά τους γίνονται πολύ ενοχλητικά!

ενοχλητικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, τραχύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El sonido de la ciudad era molesto con sirenas a toda hora.

κοροϊδευτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los otros niños repitieron la molesta rima hasta que Alison rompió a llorar.

επιδεικτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi colega es molesta, siempre se mete en las reuniones.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ruido constante del tráfico resultaba irritante.
Ο διαρκής θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν ενοχλητικός (or: εκνευριστικός).

άβολα

(είμαι, νιώθω κ.λπ.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Beth estaba incómoda sentada en la silla dura.
Η Μπεθ ένιωθε άβολα που καθόταν στην σκληρή καρέκλα.

άβολα, αμήχανα

(persona) (νιώθω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ann se sintió incómoda cuando su jefe la miró por encima del hombro mientras trabajaba.
Η Αν ένιωθε αμήχανα όταν το αφεντικό της στεκόταν πίσω της και την παρακολουθούσε ενώ εκείνη δούλευε.

εκνευριστικός, ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es tan irritante que ignoren mis preguntas en los correos electrónicos.

δυσάρεστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hotel nos pareció desagradable y redujimos nuestra estadía.

ανεπιθύμητος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσαντισμένος

(έχει θυμώσει)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cuando Rob no duerme lo suficiente, está enfadado todo el día.

ενοχλητικός, εκνευριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La derrota del equipo fue mortificante, considerando que trabajaron duro para llegar al torneo.

γκρίνια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando planificas una boda, debes prestar atención a miles de detalles exasperantes.

ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενοχλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κακός, άσχημος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La amiga de Kelsey empezó rumores sobre ella.
Η φίλη της Κέλσι διέδιδε άσχημες φήμες για αυτήν.

δύσκολος, κουραστικός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuidar de mis padres y también de mis hijos es una responsabilidad pesada.

ταραγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Siempre termino sintiéndome exasperado después de ver las noticias de la noche.

θυμωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Te dabas cuenta por su mirada que estaba enojada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν περίμενε ο πρώην της να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las pesadas exigencias de su padre hicieron que se fuera de casa.

ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσαντισμένος

adjetivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναστατωμένος,θλιμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está alterada porque tuvo una pelea con su novio.

κακός μπελάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi jefe siempre está vigilándome y ya se está volviendo un incordio.
Το αφεντικό μου συνεχώς παρακολουθεί τι κάνω και αρχίζει πραγματικά να γίνεται κακός μπελάς (or: βραχνάς).

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μην ενοχλείτε

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενοχλώ, εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La descortesía de Kyle molestaba a su esposa.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente que se salta la fila me molesta.
Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν.

εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estás irritando a tu padre con todas esas preguntas estúpidas.

ενοχλώ, αναστατώνω, συγχύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque la situación parecía peligrosa, el desafío no desconcertó a Brett.

ενοχλώ, εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las constantes quejas del niño empezaban a irritar a Elisabeth.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora se fue a casa a trabajar porque sus alumnos no dejaban de interrumpirla en su oficina.
Η καθηγήτρια πήγε σπίτι για να δουλέψει καθώς στο γραφείο την ενοχλούσαν συνέχεια οι φοιτητές της.

«μην ενοχλείτε»

locución adjetiva (cartel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω κτ στην ησυχία του

(a algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρήζω

(μτφ: κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños molestaron a su madre para conseguir dulces.

προσβάλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι βάρος σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γκρινιάζω σε κπ

Kyle fastidió a su mamá hasta que la dejó ir a la casa de su amiga.
Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του.

πειράζω

(irritar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Deja de molestar a tu hermanita!
Σταμάτα να πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane me está fastidiando para que vaya de acampada con ella.
Η Τζέιν συνεχώς με πιέζει να πάω κάμπινγκ μαζί της.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nunca voy a terminar el informe si me sigues molestando.
Δεν πρόκειται να τελειώσω έγκαιρα αυτή την αναφορά εάν συνεχίζεις να έρχεσαι και να με ενοχλείς.

αφήνω κπ στην ησυχία του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deja en paz a tu hermana, ¿no ves que intenta hacer su tarea?
Άσε ήσυχη την αδερφή σου, δεν βλέπεις ότι προσπαθεί να διαβάσει;

φορτώνομαι σε κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quisiera abusar de tu amabilidad, pero ¿podrías pasar a buscar mi ropa de la tintorería?

βρίσκω τις ατέλειες

(MX)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su madre siempre la molestaba con su apariencia.

πρήζω

(μτφ: κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La esposa molestaba a su marido para que sacara la basura.

πιέζω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis hijos me insistieron para que los llevase a los columpios.
Τα παιδιά μου με πίεζαν να τα πάω στην παιδική χαρά.

διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siento entrometerme en tu fiesta, pero el ruido realmente me molesta.

πρήζω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No soporto a mi padrastro, siempre me molesta.
Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει.

αφήνω κτ ήσυχο

locución verbal

αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Puedes no molestar a tu hermana por cinco minutos? Ya la molestaste suficiente.
Μπορείς ν' αφήσεις την αδερφή σου ήσυχη για πέντε λεπτά; Αρκετά την πείραξες.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los vendedores ambulantes en la calle siempre molestan a Karen cuando camina por la ciudad.
Πλασιέ στο δρόμο πάντα ενοχλούν την Κάρεν όταν περπατά στο κέντρο της πόλης.

παρενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los periodistas siguieron molestando al político.
Οι δημοσιογράφοι συνέχιζαν να παρενοχλούν τον πολιτικό.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του molesto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.