Τι σημαίνει το monte στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης monte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του monte στο ισπανικά.
Η λέξη monte στο ισπανικά σημαίνει καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω, ξεκινάω, ξεκινώ, καβαλάω, καβαλώ, τοποθετώ, ιππεύω, ιππεύω, στήνω, μοντάρω, συναρμολογώ, ιδρύω, συναρμολογώ, σκηνοθετώ, ανάβαση, δένω, στήνω, παρέχω άλογα, στήνω, μπαίνω μέσα, συναρμολογώ, προκαλώ, αποτελώ, όρος, Όρος, όρος, άλσος, κατσάβραχα, λόφος, ύπαιθρος, μέσο, πηγαίνω με κτ, εκτελεστικά δικαιώματα, επανασυναρμολογώ, παιδικό παιχνίδι με κατασκευές, -, κρίση, έκρηξη θυμού, ιππασία, ιππασία, καπέλο ιππασίας, σακάκι ιππασίας, ποδηλασία, κρέμα σαντιγί, τζετ σκι, κρέμα σαντιγί, κατασκευαστής σελών, συναρμολογούμενο έπιπλο, παντελόνι ιππασίας, μπότες ιππασίας, παντελόνι ιππασίας, σκαρπίνι τύπου Oxford, παίρνω κπ στους ώμους μου, κάνω ιππασία, πάω για ιππασία, κάνω ιππασία, κάνω φασαρία, κάνω ποδήλατο, κάνω γιορτή, κάνω σκηνή, κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ, ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω, σκαρφαλώνω πάνω σε, ρίχνω τους πρώτους πόντους, καβαλάω, καβαλώ, καβαλάω, καβαλικεύω, στήνω σκαλωσιά, συναρμολογούμενος, ανεβάζω μια παράσταση, κάνω τζετ σκι, συναρμολογώ, παραπονιέμαι για κάτι, καβαλάω μηχανή, ιππεύω σε αγώνες, ξεσπάω, κάνω ποδήλατο, κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία, σέλα, κρέμα γάλακτος, ιππικός, μοντάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης monte
καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jinete montó el caballo. Ο ιππότης ανέβηκε στο άλογο. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La universidad montó una expedición de investigación. Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση. |
καβαλάω, καβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las muchachas adoran montar a caballo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχεις ξανακαβαλήσει πόνυ, ή είναι η πρώτη σου φορά; |
τοποθετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El curador montó la gema en la entrada del museo. Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου. |
ιππεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jockey montaba el caballo favorito. Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο. |
ιππεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le encanta montar y tiene su propio caballo. Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El general montó los cañones en la pared. |
μοντάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Christina estaba orgullosa de haber montado el tocador ella sola. Η Χριστίνα ήταν υπερήφανη που συναρμολόγησε τη συρταριέρα μόνη της. |
ιδρύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La empresa decidió montar un restaurante en cada ciudad principal de Estados Unidos. Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ. |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le compré a mi hijo un columpio para el jardín y tuve que montarlo ayer. Αγόρασα για τον γιο μου ένα σετ με κούνιες και χρειάστηκε να το συναρμολογήσω στην αυλή χθες. |
σκηνοθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El enemigo había montado los crímenes de tal manera que pareciéramos culpables. Ο εχθρός είχε στήσει έτσι τα εγκλήματα ώστε να φαινόμαστε ένοχοι εμείς. |
ανάβασηnombre masculino (acción) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El montar de bicicleta extraño de Alan le hizo ganar muchas miradas. |
δένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El joyero montó la gema en el anillo. |
στήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mientras estaba bajado el telón, montaron el nuevo escenario rápidamente. |
παρέχω άλογαverbo transitivo (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El mozo de cuadra se aseguró de que el señor y la dama estuvieran montados adecuadamente para el viaje. |
στήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los excursionistas decidieron montar la tienda cerca del arroyo. |
μπαίνω μέσα
Si vas para la playa, móntate que te llevo. |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me ayudas a armar esta biblioteca, por favor? |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó un escándalo porque el conductor no lo dejó subir a autobús. Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο. |
αποτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó una obra de arte utilizando solo trastos viejos. Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες. |
όρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jesús dio un sermón en un monte. |
Όροςnombre masculino (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) El monte Santa Helena entró en erupción en 1980. |
όροςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El monte Santa Helena entró en erupción en 1980. |
άλσοςnombre masculino (Argentina) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pecarí se escapó de los perros y se ocultó en un monte que se alzaba a unos doscientos metros de donde estábamos. |
κατσάβραχαnombre masculino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
λόφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ύπαιθρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los exploradores pasaron dos meses vagando por el bosque. Οι εξερευνητές πέρασαν δύο μήνες περιπλανώμενοι στην ύπαιθρο. |
μέσο(μετακίνησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El jinete necesitaba una nueva montura porque su caballo estaba herido. Ο αναβάτης χρειαζόταν ένα νέο άλογο γιατί το δικό του ήταν κουτσό. |
πηγαίνω με κτ(desplazarse a un lugar) Va en bici a la escuela todos los días. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο. |
εκτελεστικά δικαιώματα
Los derechos los adquirimos el mes pasado, ya estamos ensayando la pieza, estrenaremos a fines de abril. |
επανασυναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παιδικό παιχνίδι με κατασκευές(ES, marca) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
-(AmL; crema) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) En esta receta usamos crema doble. Σε αυτή τη συνταγή βάζουμε κρέμα γάλακτος, πλήρη σε λιπαρά. |
κρίση, έκρηξη θυμούlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi jefe montó en cólera al no recibir el informe a tiempo. |
ιππασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μου αρέσει η ιππασία, αλλά μετά πονάνε οι μύες μου. |
ιππασίαlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una de mis actividades favoritas de verano era montar a caballo. Μία από τις αγαπημένες μου καλοκαιρινές δραστηριότητες ήταν η ιππασία. |
καπέλο ιππασίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Las gorras de equitación ya no se usan; hoy en día todos usan casco. |
σακάκι ιππασίας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las chaquetas de montar se usaban para las cacerías de zorros, ahora el término designa a una clase de chaquetas. |
ποδηλασίαlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me gusta montar en bicicleta durante el verano. |
κρέμα σαντιγί
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τζετ σκιlocución verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de mis actividades favoritas al aire libre es montar en moto acuática. |
κρέμα σαντιγίlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tienes que comprar nata para montar si quieres hacer ese postre. |
κατασκευαστής σελώνnombre masculino (σέλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hay fabricantes de sillas de montar que exportan a otros países. |
συναρμολογούμενο έπιπλο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La tienda sólo vende muebles para ensamblar en casa, debes hacer todo el trabajo tú mismo. |
παντελόνι ιππασίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπότες ιππασίας
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Mis botas de montar estaban completamente cubiertas de barro. |
παντελόνι ιππασίας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se nota que se ha caído del caballo porque trae los pantalones de montar sucios de barro. |
σκαρπίνι τύπου Oxfordlocución nominal masculina (γυναικεία μόδα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω κπ στους ώμους μου(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me duelen los tobillos. Por favor llévame a caballito. |
κάνω ιππασία, πάω για ιππασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Quieres ir a montar a caballo esta tarde? |
κάνω ιππασίαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me gusta montar a caballo por el bosque, el problema es que el caballo nunca va por donde yo quiero. |
κάνω φασαρία(coloquial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uno de los clientes estaba armando un escándalo en el mostrador del cajero. Κάποιος απ' τους πελάτες έκανε φασαρία στον γκισέ του ταμία. |
κάνω ποδήλατο(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Montar en bici nunca se olvida. Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο. |
κάνω γιορτήlocución verbal (España) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Montaré una fiesta en mi casa para celebrar mi cumpleaños. |
κάνω σκηνήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτlocución verbal |
ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a montar en camello. Θα καβαλικεύσω την καμήλα. |
σκαρφαλώνω πάνω σε(caballo, bicicleta) (σε κάποιον, σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Emma montó al caballo y lo azuzó en el anca con las riendas, pero el animal no se movió. Η Έμμα ανέβηκε στο άλογο και τίναξε τα γκέμια αλλά το άλογο δεν κουνήθηκε. |
ρίχνω τους πρώτους πόντουςlocución verbal (πλέξιμο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para hacer un suéter, debes montar los puntos en la orilla de abajo, y tejer hacia el cuello. |
καβαλάω, καβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El muchacho le dio la vuelta a la silla y se sentó a horcajadas. Ο νεαρός γύρισε την καρέκλα ανάποδα και την καβάλησε. |
καβαλάω, καβαλικεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στήνω σκαλωσιάlocución verbal (coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναρμολογούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Compré un centro de entretenimiento para ensamblar en casa, ¿quieres venir y me ayudas a ensamblarlo? |
ανεβάζω μια παράσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω τζετ σκιlocución verbal (εμπορικό σήμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No me gustaría montar en una de esas motos acuáticas. |
συναρμολογώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Monté una estantería con tablones y bloques de cemento. Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους. |
παραπονιέμαι για κάτι
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
καβαλάω μηχανή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιππεύω σε αγώνεςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Samantha elige a su caballo favorito cuando monta a caballo. |
ξεσπάω(βία, θυμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estalló de furia nomás le pregunté dónde estaba mi auto. |
κάνω ποδήλατο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los amigos fueron en bici al centro para ver una película. Οι φίλοι πήγαν με το ποδήλατο στην πόλη για δουν μια ταινία. |
κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία(protestar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σέλα(κομμένο κρέας ζώου: ράχη και δυο πλευρά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Agnes compró una silla de cordero en la carnicería. Η Αγνή αγόρασε από τον κρεοπώλη σέλα πρόβειου κρέατος. |
κρέμα γάλακτος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιππικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si quieres aprender a andar a caballo necesitas equipo de montar apropiado. |
μοντάρω(φωτογραφία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Montó la foto sobre cartulina gris. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του monte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του monte
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.