Τι σημαίνει το moto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moto στο ισπανικά.

Η λέξη moto στο ισπανικά σημαίνει μοτοποδήλατο, μοτοσυκλέτα, μηχανάκι, χασίκλας, χασικλής, μαστουρωμένος, μοτοσικλέτα, μηχανή, μηχανή, σκούτερ, τσιγάρο μαριχουάνας, μηχανάκι μικρού κυβισμού, οδηγώ μοτοποδήλατο, σνόουμομπιλ, snowmobile, ενθουσιασμένος, χαρούμενος, βόλτα με σνόουμομπιλ, βόλτα με μηχανοκίνητο έλκηθρο, μηχανή εκτός δρόμου, μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμου, τζετ σκι, τζετ σκι, άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας, οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας, θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας, μηχανοκίνητο έλκηθρο, μικρό σκάφος για 1-2 άτομα, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, κάνω τζετ σκι, ανάβω, ερεθίζω, φτιάχνω, καβαλάω μηχανή, πηγαίνω με μηχανάκι, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, Μη βιάζεσαι!, εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moto

μοτοποδήλατο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nos adelantó un grupo de viejos en motocicletas.

μοτοσυκλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su moto nueva es una Harley.
Η νέα του μοτοσυκλέτα είναι μια Χάρλεϋ.

μηχανάκι

nombre femenino

Andaba en moto sin casco.

χασίκλας, χασικλής

(MX: coloquial) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαστουρωμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Steve estaba drogado después de pasarse el día fumando marihuana.

μοτοσικλέτα, μηχανή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Podemos llegar más rápido en motocicleta que en auto.

μηχανή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Mike le gusta andar en su motocicleta.

σκούτερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Voy al trabajo con mi scooter, a menos que esté lloviendo.
Πηγαίνω στη δουλειά με το σκούτερ, εκτός αν βρέχει.

τσιγάρο μαριχουάνας

nombre masculino (PR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μηχανάκι μικρού κυβισμού

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδηγώ μοτοποδήλατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El verano pasado fui y volví en moto hasta la costa.

σνόουμομπιλ, snowmobile

(marca)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ενθουσιασμένος, χαρούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Larry es un niño muy hiperactivo y puede ser difícil de manejar.

βόλτα με σνόουμομπιλ, βόλτα με μηχανοκίνητο έλκηθρο

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μηχανή εκτός δρόμου

locución nominal femenina (ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las motos de cross son incómodas para viajes largos.

τζετ σκι

(εμπορικό σήμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mi primo se acaba de comprar una moto de agua y no puede esperar a llevarla al lago.
Ο ξάδερφός μου μόλις αγόρασε ένα καινούριο τζετ σκι και ανυπομονεί να το χρησιμοποιήσει στη λίμνη. Νομίζω θα είχε πλάκα να νοικιάσουμε ένα τζετ σκι.

τζετ σκι

locución verbal

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una de mis actividades favoritas al aire libre es montar en moto acuática.

άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andar en moto siempre me da un poco de miedo.

θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μηχανοκίνητο έλκηθρο

μικρό σκάφος για 1-2 άτομα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε

locución interjectiva (AR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Pará la mano! Dejá de preocuparte que no es para tanto.
Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα!

κάνω τζετ σκι

locución verbal (εμπορικό σήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No me gustaría montar en una de esas motos acuáticas.

ανάβω, ερεθίζω, φτιάχνω

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ese tío me puso como una moto y no me pude resistir.
Με άναψε και εγώ απλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ.

καβαλάω μηχανή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω με μηχανάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voy en moto al trabajo a menos que llueva.

τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ben se volvió loco cuando su amigo contó chismes sobre él.
Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του.

Μη βιάζεσαι!

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτινάσσομαι, εκτοξεύομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Belinda pisó el acelerador y el coche fue como un cohete hacia adelante.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.