Τι σημαίνει το my στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης my στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του my στο Αγγλικά.

Η λέξη my στο Αγγλικά σημαίνει μου, Θεέ μου!, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, ως συνήθως, ελεύθερα, Παναγία μου!, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, αγαπημένε, αγαπημένη, Να μου!, κάνε ό,τι κάνω, κατά τη γνώμη μου, εκ πείρας, από εμπειρία, ό,τι είχα να πω το είπα, αν θυμάμαι καλά, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, σ' έχω γραμμένο, κυρίες και κύριοι, κύριε δικαστά, Θυμήσου τα λόγια μου!, λάθος μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, φιλαράκο, ο φίλος μου, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, Πω πω!, Σε συμπονώ, ραγίζει η καρδιά μου, μικρέ μου, μικρή μου, κύριε, ο Θεός μου, ο Κύριός μου, αγάπη μου, ονομάζομαι, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, Θεέ μου!, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω πω!, Πω-πω!, Πω πω!, μόνος μου, μόνος μου, καθοδόν, πάνω από το πτώμα μου, με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, με όλη μου την καρδιά, ευχαρίστως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης my

μου

adjective (possessive: belonging to me)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Have you seen my keys? I'm going to brush my hair.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο.

Θεέ μου!

interjection (informal (expressing surprise) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh, my! Are you serious?
Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά;

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

adverb (throughout my lifetime)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was born in Manchester, and I've lived here all my life.

ως συνήθως

adverb (formal (as usual, as is my habit)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ελεύθερα

expression (help yourself)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you want some lemonade, be my guest!

Παναγία μου!

interjection (surprise) (έκπληξη)

Well, bless my soul! You're Professor Howe's daughter? Really?

ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω

interjection (infantile (promise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mum, I'll clean my room in the morning. Cross my heart and hope to die!

αγαπημένε, αγαπημένη

interjection (term of affection)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charles, dearest, would you bring me my newspaper?

Να μου!

interjection (slang (contempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε ό,τι κάνω

noun (children's game) (παιδικό παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

expression (figurative, informal (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ πείρας, από εμπειρία

adverb (having experienced it myself)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ό,τι είχα να πω το είπα

interjection (That proves my point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So, you agree with me? Then I rest my case.

αν θυμάμαι καλά

expression (if I remember rightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ

expression (informal (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου

adverb (to my mind, as far as I am concerned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In my opinion she's too young to get married and have children.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

κατά τη γνώμη μου

expression (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σ' έχω γραμμένο

interjection (slang, vulgar (expressing defiance or contempt)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You don't like it? Well, kiss my ass!
Δεν σου αρέσει; Λοιπόν, σ' έχω γραμμένο!

κυρίες και κύριοι

plural noun (addressing aristocracy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κύριε δικαστά

noun (UK (judge: term of address) (προσφώνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Θυμήσου τα λόγια μου!

interjection (dated (this is sure to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark my words! That boy will always be a troublemaker.

λάθος μου

interjection (slang (admitting a mistake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did I step on your foot? Sorry! My bad!

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

noun (term of affection)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
By the time you get this, my darling, I shall be in France.

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

interjection (term of affection)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Frankly, my dear, I don't give a damn!" is the line famously spoken by Rhett Butler in "Gone With The Wind".
«Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος».

φιλαράκο

noun (ironic, informal (used to threaten or warn) (ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Any more of that talk, my friend, and there will be trouble!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου!

ο φίλος μου

noun (dated (informal address)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου

interjection (expressing shock or surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh my God! Get that child out of that mud puddle this instant!

Πω πω!

interjection (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
My goodness! What a lot of food you have prepared!

Σε συμπονώ

expression (figurative (sympathy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry for your loss. My heart aches for you.

ραγίζει η καρδιά μου

interjection (figurative, ironic (I feel compassion for you) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I have to pay a fortune in income tax these days," said Theo. "My heart bleeds for you!" said his brother.

μικρέ μου, μικρή μου

interjection (affectionate term for a child)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come here, my little one, and I'll tell you a story.

κύριε

noun (term of address for a peer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My lord, your tea is ready.

ο Θεός μου, ο Κύριός μου

noun (Christianity: God)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I try to do what my Lord would want me to do.

αγάπη μου

noun (informal (affectionate term) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are you coming my love?
Έρχεσαι αγάπη μου;

ονομάζομαι

(I am called, I am known as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My name is Joe.
Ονομάζομαι Τζόι.

ευχαρίστηση μου, χαρά μου

interjection (you're welcome)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A: Thanks for all your help. B: My pleasure. A. Thank you. B. My pleasure.
Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου.

γλυκέ μου, γλυκιά μου

noun (informal (term of affection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I miss you, my sweet.

σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!

noun (my solemn promise) (όρκος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On my word, I will be there on time. This car is in 100% perfect condition, I give you my word.
Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου!

Θεέ μου!

interjection (expressing astonishment)

My word, that candy certainly is sour! My word, that is one beautiful woman.
Πω πω, αυτή η καραμέλα είναι πραγματικά ξινή! Πω πω, τι όμορφη γυναίκα!

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

adverb (not ever)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Never in my life have I seen such an ugly dog!
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!

interjection (expressing horror or astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πω πω!

interjection (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh my goodness! There's a huge spider in the bathroom!

Πω-πω!, Πω πω!

interjection (expressing astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μόνος μου

adverb (without company)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

μόνος μου

adverb (by myself, without help)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

καθοδόν

adverb (en route)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We stopped off on the way and took photos.
Κάναμε μια στάση καθοδόν και βγάλαμε φωτογραφίες.

πάνω από το πτώμα μου

interjection (slang, figurative (expressing complete refusal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have custody of my children over my dead body! You want to borrow my jeans? Over my dead body!

με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά

interjection (informal, figurative (excuse me for swearing) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That guy's a real bastard, if you'll pardon my French.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

adverb (as far as I am aware)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

expression (as far as I know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To the best of my knowledge, all of the coffee shops in the city close before 9:00 p.m.

Καλώς ήρθες στον κλαμπ!

interjection (informal, figurative (expressing familiarity with an experience) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με όλη μου την καρδιά

adverb (informal (completely and sincerely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My darling, I love you with all my heart.

ευχαρίστως

interjection (polite reply to request or thanks)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του my στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του my

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.