Τι σημαίνει το net στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης net στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του net στο Αγγλικά.
Η λέξη net στο Αγγλικά σημαίνει δίχτυ, δίχτυ, δίχτυα, δίκτυο, καθαρός, κέρδη, έσοδα, δίχτυ, δίχτυα, προπόνηση, δίκτυο, δίχτυα, πιάνω, βγάζω, πιάνω, μαζεύω, πλέκω, δίχτυ, διχτάκι, απόχη για πεταλούδες, επεκτείνω την έρευνα, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, δίχτυ για κρίκετ, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδι, ξεφεύγω, δίχτυ, απλάδι, μεγάλη περιουσία, που έχει μεγάλη περιουσία, τέρμα, κουνουπιέρα, καθαρό ενεργητικό επιχείρησης, καθαρό χρέος, καθαρά κέρδη, καθαρές εξαγωγές, καθαρός εισαγωγέας, καθαρό εισόδημα, καθαρό εισόδημα, καθαρή τιμή, καθαρό κέρδος, καθαρά έσοδα, καθαρός μισθός, καθαρή αξία, καθαρό βάρος, καθαρή αξία, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, σερφάρω στο διαδίκτυο, δίχτυ, τράτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης net
δίχτυnoun (mesh to catch things) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The fisherman caught a few fish in his net. Ο ψαράς έπιασε μερικά ψάρια στα δίχτυα του. |
δίχτυnoun (tennis, volleyball, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The tennis player hit the net. Ο τενίστας χτύπησε το φιλέ. |
δίχτυαnoun (soccer: goal) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The soccer player got the ball into the net. Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα. |
δίκτυοnoun (mainly US, informal, abbreviation (internet) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rachel got on the net to send an email. Η Ρέιτσελ μπήκε στο ίντερνετ για να στείλει ένα email. |
καθαρόςadjective (finance: after deductions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Last year the company made a net loss of $5m. |
κέρδη, έσοδαnoun (profit) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The business's net was too low to attract investors. |
δίχτυnoun (openwork fabric) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kate wore a sweater made of wool net over her dress. |
δίχτυαnoun (figurative (police, etc.: attempt to catch [sb]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The criminal slipped through the police's net. |
προπόνησηnoun (informal (cricket: practice session) (σε διαμορφωμένο χώρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim went for a net with a few of his teammates. |
δίκτυοnoun (abbreviation (network) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The IT guy hooked Sam's work computer up to the local net. |
δίχτυαplural noun (cricket: practice area) (για προπόνηση κρίκετ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The cricket player went into the nets to practice his swing. |
πιάνωtransitive verb (catch with net) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian netted a fish out of the stream. |
βγάζωtransitive verb (finance) (καθαρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben's business netted about twenty thousand dollars at the end of the first year. |
πιάνω, μαζεύωtransitive verb (figurative (collect, catch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The exterminator netted a large number of rats and then laid traps. |
πλέκωtransitive verb (make a net) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The fisherman sat on a stool netting string all morning. |
δίχτυ, διχτάκιnoun (mesh goal in basketball) (μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) To score, the ball must pass through the goal rim and into the basketball net. |
απόχη για πεταλούδεςnoun (for catching butterflies) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jan ran through the field with a butterfly net in hopes of catching a swallowtail. |
επεκτείνω την έρευναverbal expression (figurative (search over a large area) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police cast a wide net whilst searching for the missing fugitive. |
απλώνω τα δίχτυα μου παντούverbal expression (figurative (use wide range of resources) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The company is casting its net wide in its search for exactly the right person for the job. |
δίχτυ για κρίκετnoun (mesh used in cricket practice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρασυρόμενο δίχτυnoun (large net for fishing) |
παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδιnoun (large net for catching fish) (ψάρεμα) |
ξεφεύγωverbal expression (figurative (be overlooked or missed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) All the factors were in place to catch him but somehow he managed to fall through the net. |
δίχτυnoun (mesh used for catching fish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The ship is equipped with various fishnets. |
απλάδιnoun (fishing) (δίχτυ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλη περιουσίαnoun (possession of valuable assets) |
που έχει μεγάλη περιουσίαnoun as adjective (company, individual: wealthy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τέρμαnoun (mesh: hockey goal) (γήπεδο χόκεϊ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουνουπιέραnoun (mesh that keeps out biting insects) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρό ενεργητικό επιχείρησηςplural noun (business: equity, worth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρό χρέοςnoun (amount owed minus assets) |
καθαρά κέρδηplural noun (income after tax) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) These days my net earnings are barely enough to live on. |
καθαρές εξαγωγέςnoun (value of exports minus that of imports) (εμπόριο) |
καθαρός εισαγωγέαςnoun (country: more imports than exports) (χώρα) |
καθαρό εισόδημαnoun (earnings after tax) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company's net income is quite low in comparison to last year. |
καθαρό εισόδημαnoun (total pay after tax) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθαρή τιμήnoun (price after deductions) |
καθαρό κέρδοςnoun (profit after tax, etc.) |
καθαρά έσοδαnoun (profit: income minus expenses) |
καθαρός μισθόςnoun (earnings after tax) |
καθαρή αξίαnoun (value after tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρό βάροςnoun (goods minus packaging) The ship carried a net weight of ten thousand tons. |
καθαρή αξίαnoun (value after tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This vlogger has a net worth of 2 million dollars. |
δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίαςnoun (literal (mesh that prevents injury) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A safety net had been rigged below the high wire. |
δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίαςnoun (figurative (security measure) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The social security system is a safety net for people who are unable to work or who lose their jobs. |
σερφάρω στο διαδίκτυοverbal expression (informal (browse the internet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I generally surf the web instead of watching television. |
δίχτυnoun (mesh that divides tennis court in half) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τράταnoun (large fishing net) (μεγάλο δίχτυ ψαρέματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The fishing boat was equipped with two trawls, coolers, and other supplies. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του net στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του net
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.