Τι σημαίνει το noter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης noter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noter στο Γαλλικά.

Η λέξη noter στο Γαλλικά σημαίνει βαθμολογώ, σημειώνω κάτι, σημειώνω, σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση, γράφω, σημειώνω, σημειώνω, γράφω, γράφω, σημειώνω, βαθμολογώ, σημειώνω, γράφω, βαθμολογώ, σημειώνω, βαθμολογώ, σημειώνω, καταγράφω, βαθμολογώ, σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω, διατηρώ, κρατάω, βαθμολογώ, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, παρατηρώ, προσέχω, -, καταγράφω, γράφω, παρατηρώ, προσέχω, γράφω, αξιοσημείωτος, σημαντικός, κρίσιμα, καίρια, ζωτικά, σημειωτέον δε, προσοχή, καταγράφω, σημειώνω, διατυπώνω κτ γραπτώς, προσέχω, ξαναβαθμολογώ, γράφω κτ σε ημερολόγιο, σημειώνω, προγραμματίζω κτ προσωρινά, περιέργως, σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ, σημειώνω, παραδόξως, γράφω, σημειώνω, παρατηρώ, σημειώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης noter

βαθμολογώ

verbe transitif (Scolaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prof a noté les dissertations.
Ο δάσκαλος βαθμολόγησε τις εκθέσεις των μαθητών.

σημειώνω κάτι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais noter l'adresse.
Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση.

σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Attends un peu, je vais noter ça.
Μισό λεπτό να το σημειώσω.

γράφω, σημειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est une super idée ! Il faut trouver un papier pour la noter. Tu devrais écrire le numéro de téléphone avant de l'oublier.
Τι ωραία ιδέα! Ας βρούμε ένα χαρτί να τη σημειώσουμε (or: γράψουμε). Θα έπρεπε να γράψεις τον αριθμό τηλεφώνου πριν τον ξεχάσεις.

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le policier a noté son nom et son adresse et lui a dit de ne pas quitter la ville.
Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη.

γράφω

verbe transitif (dans une liste) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a noté lait et fromage sur le papier.
Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί.

σημειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Note ton rendez-vous chez le dentiste sur le calendrier pour ne pas l'oublier.
Σημείωσε στο ημερολόγιο το ραντεβού σου με τον οδοντίατρο, για να μην το ξεχάσεις.

βαθμολογώ

(Scolaire, courant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a noté les examens des élèves.
Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών.

σημειώνω, γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais noter ce renseignement dans mon carnet.
Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου.

βαθμολογώ

(Scolaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur nota la performance par un A+.

σημειώνω

(écrire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont noté tous les problèmes sur un bout de papier.

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a noté sa dissertation "A".

σημειώνω, καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais noter l'idée pour m'en souvenir plus tard.

βαθμολογώ

verbe transitif (Scolaire : un examen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a noté le questionnaire à choix multiples.

σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les entrées marquées "privé" ne sont pas visibles par les autres utilisateurs.

διατηρώ, κρατάω

verbe transitif (αρχείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle note (or: enregistre) toutes les dépenses.
Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα.

βαθμολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques de cinéma notent (or: classent) les films sur une échelle de un à cinq.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Remarquez bien les dates limites pour le rendu des devoirs.

παρατηρώ, προσέχω

verbe transitif (s'apercevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle constata qu'il ne portait pas sa bague.
Παρατήρησε ότι δεν φορούσε το δαχτυλίδι του.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu l'as mis par écrit, ça y est ?
Το σημείωσες ή όχι ακόμα;

καταγράφω, γράφω

verbe transitif (rendre par écrit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
N'oublie pas de consigner le vol dans le livre de bord.
Μην ξεχάσεις να καταγράψεις την πτήση στο βιβλίο.

παρατηρώ, προσέχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le trou dans la clôture qu'avait remarqué Jim la veille avait grossi.

γράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αξιοσημείωτος, σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah devait rédiger un texte sur un évènement marquant arrivé en Chine à la fin du 19e siècle.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

κρίσιμα, καίρια, ζωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σημειωτέον δε

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Veuillez noter la date limite de soumission de vos travaux.

προσοχή

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Veuillez noter que c'est un lieu non-fumeurs.
Προσοχή,

καταγράφω, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dennis nota quelque chose dans son journal.

διατυπώνω κτ γραπτώς

À présent que nous nous sommes mis d'accord sur les termes, mettons-les par écrit.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναβαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω κτ σε ημερολόγιο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a noté son numéro de téléphone sur un bout de papier.
Έγραψε βιαστικά το τηλέφωνό του σε ένα κομμάτι χαρτί.

προγραμματίζω κτ προσωρινά

verbe transitif

περιέργως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est intéressant de noter que j'ai entendu quelqu'un parler de la même chose hier.
Περιέργως, άκουσα κάποιον να μιλά χτες για το ίδιο πράγμα.

σημειώνω κτ πρόχειρα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai noté son numéro de téléphone sur un bout de papier.
Σημείωσα πρόχειρα το τηλέφωνό του σε ένα κομμάτι χαρτί.

σημειώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je noterai que seules les déclarations certifiées pourront être présentées à la cour.

παραδόξως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chose étonnante, mon fils a pris 10 cm cette année.

γράφω, σημειώνω

(με μολύβι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve nota ses idées au crayon sur le calepin.
Ο Στηβ έγραψε τις σκέψεις του στο σημειωματάριο.

παρατηρώ, σημειώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen remarque qu'ils sont en retard.
Η Έλεν παρατηρεί πως έχουν αργήσει.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του noter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.