Τι σημαίνει το original στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης original στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του original στο Γαλλικά.
Η λέξη original στο Γαλλικά σημαίνει πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπος, πρωτότυπος, γνήσιος, αυθεντικός, πρωτότυπος, πρωτότυπος, πρότυπο, νέος, καινούριος, ασυνήθιστος, ανορθόδοξος, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, πρωτότυπο, αντισυμβατικά, μη τροποποιημένος, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, περίεργος, ιδιαίτερος, πρωτότυπο, πρωτότυπος, αρχικός, που δεν λογοκρίθηκε, αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός, προσωπικός, ατομικός, εξωτικός, εκκεντρικός, master tape, περίεργος, ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος, πληθωρικός χαρακτήρας, με έντονη προσωπικότητα, ευφάνταστος, ευρηματικός, καινούριος, νέος, κοντινός, παράγωγος, απότοκος, δευτερογενής, πηγή, πρωτότυπη τέχνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης original
πρωτότυποnom masculin (source) Parfois, il est difficile de distinguer une photocopie de son original. Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το αντίγραφο από το πρωτότυπο. |
πρωτότυποnom masculin J'ai lu une version abrégée du roman, mais je préfère l'original. Μόλις διάβασα ένα μυθιστόρημα σε συντομευμένη έκδοση, αλλά προτιμώ το πρωτότυπο. |
πρωτότυποnom masculin (sujet de l'œuvre) Son portrait rendait justice à l'original. Το πορτραίτο είναι αντάξιο του πρωτοτύπου. |
πρωτότυποςadjectif (nouveau, différent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'éditeur a aimé son histoire car elle était originale. Στους εκδότες άρεσε η ιστορία επειδή ήταν πρωτότυπη. |
πρωτότυποςadjectif (source) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Va faire des copies du document original. Βγάλε αντίγραφα του πρωτότυπου εγγράφου. |
γνήσιος, αυθεντικός(authentique) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'expertise a confirmé qu'il s'agissait d'une œuvre originale de Picasso. Ο ειδικός επιβεβαίωσε πως ο πίνακας ήταν ένας γνήσιος Πικάσσο. |
πρωτότυπος(imaginatif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a apporté une touche originale dans ce milieu très conservateur. Έφερε έναν πρωτότυπο τρόπο σκέψης στην ομάδα που συνεργάζεται χρόνια. |
πρωτότυποςadjectif (propriété intellectuelle) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le plagiaire ne pouvait pas prétendre que son histoire était une œuvre originale. Έχοντας αντιγράψει την πλοκή, δεν μπορούσε να ισχυρισθεί πως η ιστορία ήταν δική του δουλειά. |
πρότυποnom masculin (personne exceptionnelle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ah, ce Georges, c'est un original ! Il vit dans une grotte ! |
νέος, καινούριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leslie regorge d'idées nouvelles. Η Λέσλι είναι γεμάτη καινούριες ιδέες. |
ασυνήθιστος, ανορθόδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un original. |
πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργοnom masculin (όχι αντίγραφο) Ce n'est pas une copie, c'est l'original. |
πρωτότυποnom masculin (γραπτό κείμενο) Et surtout, ne perds pas l'original ! |
αντισυμβατικάadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tentons d'élaborer une stratégie originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε αντισυμβατικά εδώ πέρα. |
μη τροποποιημένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La maison de publication a publié par inadvertance le texte original du roman. |
πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργοnom masculin (document) |
περίεργος, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωτότυπο
L'original du logiciel est gardé en sécurité, mais les copies sont disponibles gratuitement. Το πρωτότυπο του λογισμικού φυλάσσεται σε χρηματοκιβώτιο, αλλά αντίγραφα υπάρχουν παντού. |
πρωτότυπος, αρχικόςadjectif (document) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La copie originale du traité était conservée dans un endroit neutre. |
που δεν λογοκρίθηκεadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chef a dit à son équipe qu'il voulait qu'elle trouve des idées originales (or: innovantes). Ο επικεφαλής της ομάδας της ζήτησε να καταθέσει πρωτότυπες ιδέες. |
προσωπικός, ατομικός(που ανήκει σε ένα άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous devrez donner votre adresse ainsi que d'autres données personnelles. Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα. |
εξωτικός(παράξενος, ασυνήθιστος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son roman fantastique est rempli de descriptions exotiques de personnages et de lieux. |
εκκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
master tape(Musique, anglicisme) (πρωτότυπο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) J'ai préféré faire une copie au cas où le master serait détruit ou volé. |
περίεργος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Un excentrique lui a dit de ne jamais manger des aliments rouges et des aliments jaunes à la fois. Κάποιος περίεργος της είπε να μην τρώει κόκκινα και κίτρινα τρόφιμα στο ίδιο γεύμα. |
ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime Tamsin parce qu'elle est excentrique, elle fait toujours des trucs bizarres. Συμπαθώ την Τάμσιν επειδή είναι ιδιόρρυθμη - κάνει πάντοτε παράξενα πράγματα. |
πληθωρικός χαρακτήρας(figuré) |
με έντονη προσωπικότητα(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est vraiment un invité haut en couleur. |
ευφάνταστος, ευρηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το ευφάνταστο σκηνικό της ιστορίας ελκύει τους αναγνώστες από την αρχή. |
καινούριος, νέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son livre offrait un nouveau point de vue sur la question. |
κοντινόςadjectif (proche de l'original) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une fidèle reproduction de l'original. |
παράγωγος, απότοκος, δευτερογενήςlocution adjectivale (όχι πρωτότυπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les critiques affirmaient que son travail était peu original et inintéressant. |
πηγήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρωτότυπη τέχνηnom masculin (τεχνική) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του original στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του original
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.