Τι σημαίνει το paso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης paso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paso στο ισπανικά.

Η λέξη paso στο ισπανικά σημαίνει συμβαίνω, περνάω, περνάω γρήγορα, μπαίνω σε κτ, κυλώ αργά, προκύπτω, συμβαίνω, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω από δίπλα, περνάω, περνώ, δίνω, προσπερνάω, δίνω, παραμένω αμέτοχος, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, δίνω κτ σε κπ άλλο, έρχομαι, περνάω, περνώ, συμβαίνω, δίνω, μένω, δίνω, περνάω, δίνω, μεταφέρω, δίνω, περνάω, περνώ, τρίβω, περνάω, περνώ, -, τα βγάζω πέρα, έρχομαι, συμβαίνω, φεύγω, περνάω, περνώ, κάνω ντούκου, κάνω check, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, κυλάω, σχίζω, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, περνάω, δίνω, περνώ, περνάω, περνώ, παραμελώ, αμελώ, παίρνω το δρόμο μου, περνώ, πηγαίνω μπροστά, παίρνω προβάδισμα, επισκέπτομαι, πάσο, πέρασμα, βήμα, διάβαση, βήματα, μονοπάτι ιππασίας, βήμα, βηματισμός, δίοδος, δίοδος, διέλευση, χτύπημα, πάτημα, βήμα, πέρασμα, βήμα, χοροπήδημα, κίνηση, βήμα, βήμα, βήμα, κίνηση, πορεία, βήμα, πέρασμα, πρόοδος, πέρασμα, περπάτημα, βάδισμα, βήματα, το να δίνω τον ρυθμό, βήμα, περνάω από κτ, περνώ από κτ, διέρχομαι, περνάω, περνάω, εισάγω λαθραία, εισάγω παράνομα, γίνομαι, περνάω από κτ/κπ, πάω, πηγαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης paso

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud miraba cómo pasaba el desafile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo

μπαίνω σε κτ

(καθομιλουμένη)

κυλώ αργά

verbo intransitivo (tiempo) (χρόνος)

Ellos se empezaron a aburrir a medida que pasaba el tiempo.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

προκύπτω, συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La idea de David de empezar su propio negocio pasó después de haber perdido el trabajo.
Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray pasó con su camión.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando Emily estaba enferma, se sentaba al lado de la ventana y saludaba a cualquiera que pasara.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Solamente paso para contarte de la fiesta del sábado.
Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo creer que las vacaciones se hayan terminado. ¡El tiempo pasa tan rápido!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

περνάω, ξεπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habían caído piedras en el camino, y no pudimos pasar.

περνώ

verbo intransitivo (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa pero la gente no cambia.

περνάω από δίπλα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve pasó más temprano cuando no estabas, le dije que lo llamarías en cuanto volvieses.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

προσπερνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El autobús pasó a mi lado sin detenerse.
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre le paso mis libros preferidos a mi hermana.

παραμένω αμέτοχος

verbo intransitivo (coloquial) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo estoy cansada, así que paso de este baile.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud observó mientras pasaba el desfile.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

περνάω, ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El conductor no pudo pasar la barricada.

δίνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agarra una galletita y pásala.
Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La abuela y el abuelo pasaron hoy y tomamos el té.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tiempo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a pasar el día con mi familia.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me pasas el bolígrafo, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ;

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pedí que se pasará la noche.
Της ζήτησα να μείνει το βράδυ.

δίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pasó la pluma a ella.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

περνάω, δίνω

verbo transitivo (έμφαση στη μεταφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasa el plato de la mantequilla a tu hermana, por favor.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si nadie gana la lotería el premio pasa al pozo de la próxima semana.
Εάν κανείς δεν κερδίσει το λαχείο το έπαθλο μεταφέρετε στην κλήρωση της επόμενης εβδομάδας.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El le pasó el bolígrafo a ella.
Της έδωσε το στυλό.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasó el examen de manejo en su primer intento.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη.

τρίβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George pasó su mano por el lomo del gato.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El autobús pasó sin detenerse en nuestra parada.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Me puedes pasar el libro, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι, συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A los que saben esperar les pasan cosas buenas.

φεύγω

(χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los fines de semana pasan muy rápido.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sofá sencillamente no pasa por la puerta.

κάνω ντούκου, κάνω check

verbo intransitivo (póquer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Vas a apostar o vas a pasar?

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pasó al próximo nivel del juego.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tarjeta de cumpleaños pasó de una mano a otra para que todos la firmaran.

πασάρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él pasó el balón, luego corrió hacia la portería.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pareciera que el tiempo pasa más rápido cada año.

συμβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Te sorprendería saber todo lo que ha pasado desde el accidente.

πάω πάσο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes jugar o pasar.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oportunidad ha pasado.

κυλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tiempo pasa.

σχίζω

(μτφ: τον αέρα, το νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pablo tiró la pelota y pasó por el aire.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John me saludó desde el coche cuando pasaba.

περνάω γρήγορα

verbo transitivo

Pasó un cepillo por su cabello.

περνάω

(abertura, paso estrecho) (κάτω από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El tope del camión pasó por debajo del puente con varios centímetros de margen.

περνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos encontraremos después de que pases la aduana.

δίνω

verbo transitivo

Pasaron las palomitas a todos en la mesa.

περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω, περνώ

(κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Audrey la paró la policía cuando se pasó un semáforo en rojo.

παραμελώ, αμελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desde que su mujer murió se ha abandonado y su casa es un desastre.

παίρνω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνώ

(χρόνος, ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Transcurrió una hora hasta que finalmente llegó la policía.

πηγαίνω μπροστά

(película)

Adelantá hasta los últimos cinco minutos del clip que es la parte más divertida.

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισκέπτομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sólo tuve tiempo de asomarme a saludar antes de tener que volver al trabajo.

πάσο

interjección

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Jenna, ¿cuál es la respuesta a la pregunta número doce?". "Paso".

πέρασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un puerto de montaña a treinta kilómetros al norte de aquí.

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este paso de tango es difícil, así que presten atención.
Το επόμενο βήμα του ταγκό είναι δύσκολο, γι' αυτό δώστε προσοχή.

διάβαση

(σε δρόμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa señal indica un paso peatonal.
Εκείνο το σήμα δείχνει διάβαση πεζών.

βήματα

(sonido) (μτφ: ήχος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μονοπάτι ιππασίας

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él dio tres pasos antes de detenerse y darse vuelta.
Έκανε τρία βήματα, μετά σταμάτησε και γύρισε.

βηματισμός

(caballo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La jinete presionó suavemente con las pantorrillas para cambiar el paso del caballo de trote a medio galope.
Η αναβάτισσα πίεσε ελαφρά τις γάμπες τις για να αλλάξει τον βηματισμό του αλόγου από περπάτημα σε καλπασμό.

δίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este es el único paso a través del pueblo, el resto de las vías están inundadas.

δίοδος, διέλευση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χτύπημα, πάτημα

(βαρύ, του ποδιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con un paso enfadado, Barry se dio la vuelta y salió de la habitación.
Με ένα θυμωμένο χτύπημα του ποδιού του, ο Μπάρυ γύρισε και έφυγε από το δωμάτιο.

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella se movía con pasos cortos pero rápidos.
Κινήθηκε με μικρά αλλά γοργά βήματα.

πέρασμα

Linda todavía era hermosa, pensaba Sheila, a pesar del paso del tiempo.
Η Λίντα ήταν ακόμη όμορφη, σκέφτηκε η Σίλα, παρά την πάροδο των χρόνων.

βήμα

nombre masculino (medida de longitud)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estaban a diez pasos de distancia.
Στέκονταν σε απόσταση δέκα βημάτων ο ένας από τον άλλο.

χοροπήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andaba con un paso ligero, como una niña pequeña.
Περπατούσε ελαφρώς χοροπηδηχτά, σαν κοριτσάκι.

κίνηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El alguacil bloqueó el paso del fugitivo a la puerta.

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oí los pasos mientras ella se acercaba.

βήμα

nombre masculino (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sede del club está a unos pocos pasos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν θα πάρουμε αυτοκίνητο, δυο βήματα μακριά είναι.

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La junta de revisión ha recomendado diez pasos para solucionar el problema.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si no estás seguro de los pasos de baile, sigue mi paso.

πορεία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su paso a la riqueza fue rápido.

βήμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cada paso que daba estaba más cerca del borde.

πέρασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Greta está sentada fuera del café, viendo el paso de la gente por la calle.

πρόοδος

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέρασμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El paso del tiempo calmó el dolor de Walter después de la muerte de su hermano.

περπάτημα, βάδισμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Para ser un hombre tan grande, John tenía un paso ligero.

βήματα

nombre masculino (ήχος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Wendy llevaba horas esperando cuando finalmente escuchó los pasos de Peter sobre la gravilla detrás de ella.

το να δίνω τον ρυθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βήμα

(sonido) (ήχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se oyeron pisadas y luego un grito en el pasillo.

περνάω από κτ, περνώ από κτ

Primero debes atravesar la aduana y después esperar el equipaje.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

διέρχομαι, περνάω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demoramos 20 minutos en pasar a través del Túnel Mont Blanc.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habiendo crecido en Rwanda, Joe tuvo que pasar por muchos tormentos para convertirse en el hombre que hoy es.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

εισάγω λαθραία, εισάγω παράνομα

A Kate la pillaron pasando drogas de contrabando.
Η Κέιτ συνελήφθη να εισάγει λαθραία ναρκωτικά.

γίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Qué pasó con ese libro que te presté?
Τι απέγινε το βιβλίο που σου δάνεισα;

περνάω από κτ/κπ

La procesión del funeral pasó por la municipalidad.
Η νεκρική πομπή πέρασε απ' το δημαρχείο.

πάω, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su casa pasó a su hijo mayor y el contenido, al menor.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του paso

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.