Τι σημαίνει το paying στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης paying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paying στο Αγγλικά.
Η λέξη paying στο Αγγλικά σημαίνει επί πληρωμή, πληρώνω, πληρώνω, δίνω, εξοφλώ, αποπληρώνω, πληρώνω, δίνω, πληρώνω, δίνω, υποβάλλω, μισθός, πληρωμές, επί πληρωμή, βγαίνει σε καλό, πληρώνω, ωφελώ, το πληρώνω, πληρώνω, αμολάω, αλείφω κτ με πίσσα, αποδίδω, πληρώνω, πλήρες μέλος, που πληρώνει, επί πληρωμή, υψηλά αμειβόμενος, που δεν πληρώνεται, που δεν πληρώνει, ανεπικερδής, πελάτης, πελάτισσα, ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστής, έντυπο κατάθεσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης paying
επί πληρωμήadjective (work: that is paid) (επίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I do a little paying work, but mostly volunteer. Κάνω λίγη δουλειά επί πληρωμή, αλλά κυρίως είμαι εθελόντρια. |
πληρώνωintransitive verb (make a payment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have no money. Can you pay? Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις; |
πληρώνω(give money in exchange) (κάτι ή για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He paid for his dinner when the bill came. Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός. |
δίνωtransitive verb (offer money to) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll pay you five dollars if you tell me where he went. Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
εξοφλώ, αποπληρώνωtransitive verb (settle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would like to pay my account now. Θα ήθελα να
αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα. |
πληρώνω(give money for) (για κάτι ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What a nice dress! How much did you pay for it? Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες; |
δίνω(give money in exchange) (κάτι σε κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll pay you ten dollars for that shirt. Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι. |
πληρώνωverbal expression (offer money to do [sth]) (κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They paid him to redecorate their house. Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους. |
δίνωverbal expression (give money in exchange) (κτ σε κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My dad paid me five pounds to clean his car. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση. |
υποβάλλωtransitive verb (respects, tribute: show) (τα σέβη μου σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He paid his respects to the king. Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά. |
μισθόςnoun (wages, salary) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The pay at this company is pretty good. |
πληρωμέςnoun (informal (payroll) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Linda is the secretary and Betty works on invoices and pay. |
επί πληρωμήnoun as adjective (US (not free of charge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) While most web sites are free, there are some pay sites. |
βγαίνει σε καλόverbal expression (figurative (be beneficial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It usually pays to be nice to people. Συνήθως βγαίνει σε καλό να είσαι ευγενικός με τους άλλους. |
πληρώνωintransitive verb (offer as salary) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It sounds like a good job, but what do they pay? Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; |
ωφελώintransitive verb (figurative (be beneficial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It just goes to show—sometimes being nice to people pays. |
το πληρώνωintransitive verb (figurative (suffer consequences) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't do it! You are going to pay if you do! Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις! |
πληρώνω(figurative, informal (suffer consequences) (μεταφορικά: για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You'll pay for what you did to me - I'll make sure of that! Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
αμολάωtransitive verb (nautical (let ship fall to leeward) (ναυσιπλοΐα: σχοινί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλείφω κτ με πίσσαtransitive verb (nautical (tar ship's bottom) (εξωτερικό πλοίου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποδίδωtransitive verb (yield as a return) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The stock paid six percent last year. |
πληρώνωtransitive verb (taxes: contribute) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As someone who pays her taxes, I like to have a say in what the council does with my money. |
πλήρες μέλοςnoun (full member who pays fees) See below for more information on the benefits of becoming a dues-paying member of the club. |
που πληρώνειadjective (paying for service) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επί πληρωμήadjective (UK (charging for service) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υψηλά αμειβόμενοςadjective (well remunerated) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) High-paying jobs are not common in the public sector. |
που δεν πληρώνεταιadjective (not remunerated, unpaid) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν πληρώνειadjective (person: not having to pay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεπικερδήςadjective (not profitable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πελάτης, πελάτισσαnoun (person buying goods) (που αφήνει χρήμα) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The café attracts too many loiterers and not enough paying customers. |
ένοικος, νοικάρης, ενοικιαστήςnoun (lodger) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I stayed as a paying guest with an English family during my holiday. |
έντυπο κατάθεσηςnoun (banking: deposit form) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του paying
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.