Τι σημαίνει το peg στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peg στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peg στο Αγγλικά.

Η λέξη peg στο Αγγλικά σημαίνει μανταλάκι, κρεμάστρα, καρφί, πάσσαλος, καρφώνω, απλώνω, κρεμάω, σημαδεύω, σημειώνω, σταθεροποιώ, καρφώνω, κόβω κπ για κτ, φορτώνω κτ σε κπ, μανταλάκι, κρεμάστρα, τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι, άνθρωπος με τεχνητό πόδι, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτ, στερεώνω, παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών, πρετ α πορτέ, σαν τη μύγα μες στο γάλα, κλειδί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peg

μανταλάκι

noun (UK (pin for hanging laundry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward uses pegs to hang his washing on the line.
Ο Έντουαρντ χρησιμοποιεί μανταλάκια για να κρεμάσει τα πλυμένα στο σχοινί.

κρεμάστρα

noun (hook for coat, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Come in; put your coat on that peg there.
Έλα μέσα. Βάλε το παλτό σου σε εκείνη εκεί την κρεμάστρα.

καρφί

noun (small wooden rod) (ξύλινο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hilary pushed the peg into place, joining the two pieces firmly together.
Η Χίλαρυ έβαλε το καρφί στη θέση του, ενώνοντας σφιχτά τα δυο κομμάτια.

πάσσαλος

noun (pin for securing tent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They couldn't put the tent up because Simon had forgotten the pegs.
Δε μπορούσαν να στήσουν τη σκηνή γιατί ο Σάιμον είχε ξεχάσει τους πασσάλους.

καρφώνω

transitive verb (secure with pegs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy pegged the tent to the ground.
Η Γουέντυ στερέωσε τη σκηνή στο έδαφος με πασσάλους.

απλώνω, κρεμάω

transitive verb (hang: to dry, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Felicity is pegging the washing on the line.
Η Φελίσιτι κρεμά τα πλυμένα στο σχοινί.

σημαδεύω, σημειώνω

transitive verb (place marker on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταθεροποιώ

transitive verb (fix: value or price)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company pegged the price at $60.

καρφώνω

transitive verb (throw forcefully: baseball, etc.) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω κπ για κτ

(informal, figurative (identify: [sb] as [sth]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Dorothy pegged Alan as a busybody.

φορτώνω κτ σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (assign guilt for: [sth] on [sb]) (μεταφορικά, καθομ)

They tried to peg the murder on him but his family knew he was innocent.

μανταλάκι

noun (US (clip for hanging laundry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεμάστρα

noun (mounted hook for a coat) (για ρούχα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At nursery school, each child had his or her own coat peg.

τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι

noun (informal (false leg made of wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pirate had a peg leg as well as an eye patch.
Ο πειρατής είχε ξύλινο πόδι και φορούσε κάλυμμα στο μάτι του.

άνθρωπος με τεχνητό πόδι

noun (informal, pejorative (person with a wooden leg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δουλεύω σκληρά, εργάζομαι σκληρά

phrasal verb, intransitive (informal (work hard)

δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτ

(informal (work hard on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στερεώνω

phrasal verb, transitive, separable (attach by pegs to a line)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The maid was attacked by a bird while pegging out the clothes on the washing line.

παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών

noun (US (game played by throwing a knife into the ground)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρετ α πορτέ

adjective (clothing: ready to wear) (για ρούχα)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σαν τη μύγα μες στο γάλα

noun (figurative ([sb] who is a misfit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλειδί

noun (music: key turned to adjust a string) (ρύθμιση χορδής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peg στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.