Τι σημαίνει το piqué στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piqué στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piqué στο Γαλλικά.
Η λέξη piqué στο Γαλλικά σημαίνει κάθετη πτώση, ακόντιο, δόρυ, τρυπυτήρι, σουβλί, μπαστούνι, τρύπημα, καρφί, κλεμμένος, που έχει μικρές τρύπες, πτώση, σπόντα, μπηχτή, ακίδα, αποστόμωση, πέφτω κάθετα, τρυπάω, τρυπώ, καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ, κάνω ευθανασία, τσιμπάω, τσιμπώ, τσιμπάω, τσιμπώ, βουτάω, σουφρώνω, τραχύς, άγριος, τσούζω, τσιμπάω, σουφρώνω, κλέβω, τρυπάω, τρυπώ, κάνω ένεση, αρπάζω, κλέβω, διαπράττω μικροκλοπές, σουφρώνω, σκοτώνω, δαγκώνω, αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, κλέβω, καίω, τσιμπάω, τσιμπώ, πονάω, σουφρώνω, βουτάω, κάνω ευθανασία, τσούζει, καίει, σηκώνω, κάνω τράκα, βουτάω, σουφρώνω, σουφρώνω, σουφρώνω, παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι, κάνω ένεση, σκουντάω, σκουντώ, κλέβω, θυμός, τραχύς, ακανθώδης, πικνίκ, πικ νικ, ζητιάνος, Bουφάγος, κοφτερός, τσαμπατζής, κολατσιό, τσαμπατζού, βάση για χαρτιά, κάνω πικνίκ, κάνω πικ νικ, τζαμπατζής, τζαμπατζού, τρακαδόρος, μαξιλαράκι για καρφίτσες και βελόνες, που κάνει πικνίκ, τρακαδόρος, τσαμπατζής, χαραμοφάης, λέω κτ φεύγοντας, τραπέζι για πίκνικ, άσος μπαστούνι, βαλές μπαστούνι, χώρος για πικ νικ, καλάθι πικ νικ, μαρσέιγ, θάβω, χιμώ, βουτώ, βομβαρδίζω κάνοντας βουτιά, καλάθι, χώρος αναψυχής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piqué
κάθετη πτώσηnom masculin (αεροσκάφος) |
ακόντιο, δόρυnom féminin (arme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρυπυτήρι, σουβλίnom féminin (outil) (εργαλείο που κάνει τρύπες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπαστούνιnom masculin (Cartes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Simon a joué la reine de pique. Ο Σάιμον έριξε την ντάμα μπαστούνι. |
τρύπημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καρφί(figuré, familier) (αργκό, μτφ: πετάω, ρίχνω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Janet n'a pas apprécié sa pique au sujet de sa coiffure. Η Τζάνετ δεν χάρηκε και πολύ με το καρφί του αφεντικού της για το κούρεμά της. |
κλεμμένοςadjectif (figuré, familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχει μικρές τρύπεςadjectif (petite coupure) (λόγω αιχμηρού αντικειμένου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτώσηnom masculin (avion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pilote est parvenu à reprendre contrôle de l'avion et à mettre fin au piqué. |
σπόντα, μπηχτήnom féminin (remarque) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les grilles en fer forgé étaient surmontées de pointes. Le rédacteur en chef garde une pointe sur son bureau pour y mettre les histoires non utilisées. Ο εκδότης της εφημερίδας έχει ένα καρφί πάνω στο γραφείο του για να αρχειοθετεί τα αχρησιμοποίητα ρεπορτάζ. |
αποστόμωση(amusant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέφτω κάθετα(αεροσκάφος) |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'aiguille piqua le doigt de Martha. Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας. |
καρφώνω, τρυπάω, τρυπώverbe intransitif (avec quelque chose de pointu) (μεταφορικά: κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aïe ! Tu m'as piqué avec ton stylo ! |
κάνω ευθανασία(un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vétérinaire a dû piquer notre cochon d'Inde parce qu'il était très malade. |
τσιμπάω, τσιμπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guêpe a piqué Maggie au pied. Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι. |
τσιμπάω, τσιμπώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne touche pas cette plante, elle pique. Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει. |
βουτάω, σουφρώνωverbe transitif (familier : voler) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a piqué une part de pizza en cachette. Ο Μπράιαν βούτηξε ένα κομμάτι πίτσα όταν δεν έβλεπε κανείς. |
τραχύς, άγριοςverbe intransitif (visage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ne s'était pas rasé de la semaine et ses joues la piquèrent quand elle l'embrassa. |
τσούζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un antiseptique sur une plaie ouverte pique très fort. |
τσιμπάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aïe ! Ces épines piquent ! |
σουφρώνωverbe transitif (familier : voler) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voleur piqua plusieurs objets pendant que le commerçant était occupé avec un client. |
κλέβωverbe transitif (familier : voler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cambrioleur a piqué plusieurs bijoux avant l'arrivée de la police. |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Piquez le fond de tarte, puis cuisez-le à blanc jusqu'à ce qu'il soit doré. |
κάνω ένεσηverbe transitif (familier) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jon se piquait à la méthamphétamine
et s'est fait arrêter. |
αρπάζω(κάνω δικό μου κάτι ξένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui m'a pris mon stylo (or: qui a pris mon stylo) ? |
κλέβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπράττω μικροκλοπές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σουφρώνω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On m'a volé mon cahier de chimie ! Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας. |
σκοτώνω(un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leur chien a été abattu par un tireur de la police. Το σκυλί τους σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή της αστυνομίας. |
δαγκώνω(serpent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le serpent le mordit à la jambe sans prévenir. |
αφαιρώ, βγάζω, παίρνω(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils dépouillèrent la voiture volée de tout ce qui avait de la valeur. Αφαίρεσαν τα πολύτιμα εξαρτήματα από το αυτοκίνητο. |
κλέβω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les voleurs m'ont piqué (or: chouré) mon iPhone quand j'avais le dos tourné. |
καίωverbe transitif (froid) (μεταφορικά: λόγω παγετού) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gel mordait les fleurs. Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια. |
τσιμπάω, τσιμπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette écharpe me pique (or: gratte) le cou. Αυτό το κασκόλ με τσιμπάει στο λαιμό. |
πονάωverbe transitif (froid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'air froid piqua (or: mordit) le visage des femmes. |
σουφρώνω, βουτάω(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as acheté ce collier ou tu l'as piqué ? J'ai piqué ces fleurs au parc ! Το αγόρασες εκείνο το κολιέ ή το σούφρωσες; |
κάνω ευθανασίαverbe transitif (un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσούζει, καίει(ελαφρός, οξύς πόνος) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Si tu te brûles, ça va piquer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κάψιμο στο πόδι του έτσουζε πολύ, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μία φορά. |
σηκώνωverbe transitif (familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voleur a piqué le portefeuille du monsieur. Ο κλέφτης βούτηξε το πορτοφόλι του άντρα. |
κάνω τράκαverbe transitif (familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À court de cigarettes, Amy en piqua une à son amie. |
βουτάω, σουφρώνω(familier) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim a piqué de l'argent à sa mère. |
σουφρώνω(familier) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred a piqué un paquet de cigarettes chez le buraliste. |
σουφρώνωverbe transitif (familier : voler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ένεση(Médecine) (σε κπ/κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le tableau indique que personne n'a fait d'injection au patient. Το διάγραμμα δείχνει ότι κανείς δεν έκανε ένεση στον ασθενή. |
σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donne-lui un petit coup de coude histoire de le réveiller. Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει. |
κλέβω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραχύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elisa déteste sa jupe en laine parce qu'elle est rêche (or: parce qu'elle la gratte) et lui cause des démangeaisons dans les jambes. |
ακανθώδης(μεταφορικά: δύσκολος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πικνίκ, πικ νικnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) C'est une belle journée ensoleillée, alors nous allons faire un pique-nique. |
ζητιάνος(familier, péjoratif) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Bουφάγοςnom masculin (oiseau africain) (πουλί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοφτερός(commentaire,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le critique est connu pour ses fortes opinions et ses commentaires sont souvent acérés. |
τσαμπατζής(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κολατσιόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Bob prépara un pique-nique et partit en randonnée. |
τσαμπατζού(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάση για χαρτιάnom masculin invariable (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y avait des dizaines de notes empalées sur le pique-notes du bureau de Judy. |
κάνω πικνίκ, κάνω πικ νικverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Paul et Zoe pique-niquent dans le parc. |
τζαμπατζής, τζαμπατζού
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τρακαδόρος(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαξιλαράκι για καρφίτσες και βελόνες
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που κάνει πικνίκ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τρακαδόρος, τσαμπατζής(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαραμοφάης(ζει σε βάρος των άλλον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λέω κτ φεύγοντας(littéraire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο. |
τραπέζι για πίκνικnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a des tables de pique-nique et une aire de jeux dans le parc. |
άσος μπαστούνιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βαλές μπαστούνιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χώρος για πικ νικnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλάθι πικ νικnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαρσέιγnom masculin (ύφασμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
θάβωlocution verbale (μεταφορικά, καθομ: κριτική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally n'a pas arrêté de lancer des piques à ses collègues et ça ne leur a pas plu. |
χιμώ, βουτώ(oiseau de proie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'aigle fondit sur le lapin. Ο αετός χίμηξε προς το κουνέλι. |
βομβαρδίζω κάνοντας βουτιάverbe transitif (για αεροσκάφος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλάθιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Paul a rempli un panier de pain, de fromage et de vin avant de rejoindre sa petite amie au parc. Ο Πωλ γέμισε ένα καλάθι με ψωμί, τυρί και κρασί πριν συναντήσει τη φιλενάδα του στο πάρκο. |
χώρος αναψυχήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piqué στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του piqué
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.