Τι σημαίνει το político στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης político στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του político στο πορτογαλικά.
Η λέξη político στο πορτογαλικά σημαίνει πολιτικός, πολιτικός, πολιτικός, πολιτικός, πολιτική προσωπικότητα, πολιτικός, πολιτικός, διπλωματικός, διπλωματικός, κοινωνικοπολιτικός, με πολιτικό κίνητρο, πολιτικό σώμα, αντικομφορμιστής, αντικομφορμίστρια, οπορτουνίστας, οπορτουνιστής, τυχοδιώκτης, που περιοδεύει, πολιτικός, τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα, πολιτικός ακτιβισμός, πολιτικός ακτιβιστής, υποψήφιος, πολιτικός κρατούμενος, πολιτικός επιστήμονας, κόμμα, μέσο πολιτικής, πολιτικός σύμβουλος, πολιτικό αξίωμα, πολιτικό φάσμα, πολιτική σκηνή, πολιτική αναταραχή, πολιτικό φάσμα, πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός, κόμμα, πολιτικός σύμβουλος, αρχηγός, αξίωμα, αρχηγός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης político
πολιτικόςadjetivo (de política) (πολιτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Está havendo uma reunião política aí dentro. Κάποια πολιτική συνάντηση γίνεται εκεί μέσα. |
πολιτικόςsubstantivo masculino (κάποιος που εργάζεται στον χώρο της πολιτικής) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Políticos afirmam ter a solução para tudo. Οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι έχουν τη λύση για όλα. |
πολιτικόςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) O prefeito se mostrou um político fraco na oposição ao conselho. Ο δήμαρχος αποδείχθηκε κακός πολιτικός στην αντιπαράθεσή του με το συμβούλιο. |
πολιτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολιτική προσωπικότηταsubstantivo masculino Τρεις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση της εκεχειρίας. |
πολιτικόςsubstantivo masculino (EUA, abreviatura de) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
πολιτικόςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διπλωματικός(figurado) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διπλωματικόςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινωνικοπολιτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με πολιτικό κίνητρο(motivado por posições políticas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολιτικό σώμαsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αντικομφορμιστής, αντικομφορμίστρια(não-conformista) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ela sempre foi rebelde, preferindo fazer as coisas do próprio jeito. Ήταν πάντα αντικομφορμίστρια, προτιμούσε να κάνει τα πράγματα με τον δικό της τρόπο. |
οπορτουνίστας, οπορτουνιστής, τυχοδιώκτης(figurado) (πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που περιοδεύει(σε αγροτική περιοχή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολιτικόςsubstantivo masculino (figurado: ativo politicamente) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα(interessado em detalhes sobre políticas públicas) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Οι τεχνοκράτες καλούν την κυβέρνηση να μην προβεί στη σχεδιαζόμενη αύξηση του φόρου καυσίμων. |
πολιτικός ακτιβισμός(ação para mudança política) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικός ακτιβιστής(alguém que trabalha para influenciar na política) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποψήφιος(pessoa concorrendo às eleições) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικός κρατούμενος(alguém preso por dissidência política) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτικός επιστήμονας(alguém que estuda política) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμμα(grupo que pretende compor o governo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσο πολιτικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πολιτικός σύμβουλος
|
πολιτικό αξίωμα(posição governamental) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πολιτικό φάσμα(dimensão de opiniões políticas) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολιτική σκηνή(políticas públicas) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολιτική αναταραχή(caos nos assuntos de governo) |
πολιτικό φάσμα
Há uma concordância no espectro político da necessidade de se tomar providências contra terroristas. Υπάρχει συμφωνία σε όλο το πολιτικό φάσμα σχετικά με την ανάγκη να παρθούν μέτρα κατά των τρομοκρατών. |
πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός(chefe de governo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμμα(grupo que almeja o fortalecimento político) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολιτικός σύμβουλος
|
αρχηγόςsubstantivo masculino e feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αξίωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O candidato para governador nunca havia se apresentado para um alto cargo político antes. Ο υποψήφιος κυβερνήτης δεν είχε θέσει ποτέ πριν υποψηφιότητα για υψηλό αξίωμα. |
αρχηγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του político στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του político
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.