Τι σημαίνει το propos στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης propos στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του propos στο Γαλλικά.
Η λέξη propos στο Γαλλικά σημαίνει εν λόγω θέμα, πρόλογος, σχέση, συνάφεια, εξ ακοής μαρτυρία, πρόλογος, φιλοφρόνηση, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, σχετικά με, αναφορικά με, έμμεση μαρτυρία, υποστηρίζω, στηρίζω, ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, αφορώ, παραληρώ, με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ, για, μια που αναφέρθηκε το, σχετικά με το, όπως πρέπει, όπως αρμόζει, στον παρών, στην παρούσα, στο παρόν, παρεμπιπτόντως, εν τω μεταξύ, σχετικά με, αναφορικά με, έντονη διαφωνία, έκφραση/δήλωση μίσους, σκληρά λόγια, σχετικά, αναφορικά, σχετικά, έχω πολλά να πω για κτ, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, μαζεύω, συγκεντρώνω, παραθέτω ανακριβώς, υπερτονίζω, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, άστοχος, άσχετος με κτ, διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, ακαταλληλότητα, πειράζω, βολιδοσκοπώ, μιλώ γρήγορα και μπερδεμένα, μιλάω ασυνάρτητα, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω, τσακώνομαι, τσακώνομαι, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, φρικάρω με κτ, ζητάω, ζητώ, συμπεραίνω, κρίνω, διαβάζω για κτ/κπ, ανακρίνω, καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, που έχει περιέργεια για κτ, αναφορικά, σχετικά, συμφωνώ με κπ για κτ, διαφωνώ, νιώθω άσχημα για κτ, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, δεν βγάζω λέξη για κτ, παρεπιπτόντως, σχετικά με, δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ, πειράζω κπ για κτ, έχει κάτι, αλλάζω γνώμη, πειράζω κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης propos
εν λόγω θέμαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous nous éloignons du propos. |
πρόλογος(pas écrit par l'auteur) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σχέση, συνάφεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξ ακοής μαρτυρία(Droit, Can) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόλογος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φιλοφρόνηση(ευγενικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a écrit une lettre sur ce problème. Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα. |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
έμμεση μαρτυρία(Droit, Can) (νομικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποστηρίζω, στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω. |
ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses remarques inappropriées (or: mal à propos) nous ont tous embarrassés. Οι ανάρμοστες παρατηρήσεις του μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis allé à la bibliothèque pour chercher un livre sur les insectes. Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα. |
παραληρώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le fou délirait (or: divaguait). Ο τρελός άντρας παραληρούσε. |
με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le pauvre Fred délire (or: divague) toujours et pense que le gouvernement veut s'en prendre à lui. Ο καημένος ο Φρεντ γκρινιάζει πάντα για το ότι η κυβέρνηση του την έχει στημένη. |
για(thème) Je voudrais te parler de ton avenir. Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου. |
μια που αναφέρθηκε το, σχετικά με το
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En parlant de Tom, comment va-t-il ? |
όπως πρέπει, όπως αρμόζειadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La conclusion du film était pertinemment douce-amère. |
στον παρών, στην παρούσα, στο παρόνlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρεμπιπτόντως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Au fait, quel est ton résultat à l'examen ? |
εν τω μεταξύlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vous écris au sujet du comportement de votre fils en classe. Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη. |
έντονη διαφωνίαnom masculin pluriel |
έκφραση/δήλωση μίσους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκληρά λόγιαnom masculin pluriel (μεταφορικά) |
σχετικάpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils ont reçu 500 lettres de plainte concernant les scènes violentes de la pièce. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δέχτηκαν 500 επιστολές διαμαρτυρίας σχετικά με τις σκηνές βίας του έργου. |
αναφορικά, σχετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À propos de ton séjour : tu sais quand tu arriveras ? Αναφορικά (ή: Σχετικά) με την επίσκεψή σου, ξέρεις πότε θα φτάσεις; |
έχω πολλά να πω για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτlocution verbale |
μαζεύω, συγκεντρώνω(ψήφους) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le commercial a sondé l'opinion à travers le voisinage pour estimer l'intérêt pour de nouveaux services internet. |
παραθέτω ανακριβώς
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερτονίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le couple était toujours à court d'argent, et se disputait sans cesse à propos des factures. Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς. |
ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne te tracasse pas pour des choses que tu ne peux pas contrôler. |
άστοχοςadjectif (pas approprié) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a payé au prix fort sa confiance déplacée (or: mal à propos) en leurs capacités. Πλήρωσε ακριβά την άστοχη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. |
άσχετος με κτlocution adjectivale J'estime qu'à peu près la moitié de votre dissertation est hors de propos. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα σχόλιά σου είναι άσχετα με τη συζήτηση. Υπολογίζω ότι περίπου η μισή σου έκθεση είναι άσχετη με το θέμα. |
διαβεβαίωση, επιβεβαίωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai besoin de garantie que cela n'arrivera plus jamais. |
ακαταλληλότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πειράζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βολιδοσκοπώ(σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a dit qu'il voulait me sonder sur sa dernière idée d'entreprise. Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
μιλώ γρήγορα και μπερδεμένα, μιλάω ασυνάρτητα(έμφαση στον τρόπο έκφραση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ(enfants surtout) Ma famille passe son temps à se chamailler à propos de n'importe quoi. |
μαλώνω, τσακώνομαι(για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon amie se dispute sans arrêt à propos d'argent avec son mari. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
τσακώνομαι(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux hommes se disputaient à propos du prix de la voiture. |
μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ(familier : enfants surtout) Mon frère et moi, on se dispute toujours pour savoir quelle chaîne de télé regarder. |
φρικάρω με κτ(familier) (αργκό) Papa a piqué une crise à propos du bazar que les enfants avaient fait dans la cuisine. Ο μπαμπάς φρίκαρε με την ακαταστασία που είχαν δημιουργήσει τα παιδιά στην κουζίνα. |
ζητάω, ζητώlocution verbale (ψήφο από κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un escroc a sollicité l'opinion de personnes âgées et les a arnaqués en leur faisant payer des milliers de dollars. |
συμπεραίνω, κρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαβάζω για κτ/κπ
J'ai lu un article sur l'adoption. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα. |
ανακρίνω(κπ για κτ, κπ σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma femme m'a interrogé sur où j'étais après que j'ai découché. |
καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ(en paroles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne nous disputons pas pour savoir qui fait la vaisselle ce soir ! |
που έχει περιέργεια για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les jeunes enfants sont curieux de tout. Τα μικρά παιδιά είναι περίεργα για τα πάντα. |
αναφορικά, σχετικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συμφωνώ με κπ για κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous nous sommes mis d'accord avec Jack sur les couleurs des nouvelles chaises. Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
διαφωνώ(με κάποιον για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison n'était pas d'accord avec Mike sur le meilleur moyen de faire obéir leur fille. Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
νιώθω άσχημα για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γκρινιάζω, μουρμουρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jackson se plaint toujours que sa femme est sur son dos. |
γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ(familier) |
δεν βγάζω λέξη για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν. |
παρεπιπτόντωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου; |
δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πειράζω κπ για κτ
Les collègues d'Adam le taquinaient sur son goût en matière de vêtements. Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα. |
έχει κάτι
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il y a quelque chose à propos de (or: au sujet de) sa voix qui me rend nerveux. Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα. |
αλλάζω γνώμη(figuré) |
πειράζω κπ για κτ
Les camarades de classe de Billy le taquinent sur ses cheveux roux. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του propos στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του propos
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.