Τι σημαίνει το rollo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rollo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rollo στο ισπανικά.
Η λέξη rollo στο ισπανικά σημαίνει ρολό, φιλμ, ρολό, σωσίβιο, μπομπίνα, φλερτ, περγαμηνή, πολύ βαρετός, πτυχή δέρματος, ρουτίνα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κουλούρα, κουβάρι, κασέτα, μπαρούφα, σχέση, κακός μπελάς, βραχνάς, μπομπίνα, πιασίματα, πάπυρος, μονόλογος, ανοησία, βλακεία, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, πηνίο, αγγαρεία, μανίκι, ζόρι, πακέτο, σκέτη βαρεμάρα, αερολογία, ενέργεια, αύρα, φιλμ, κακός, άσχημος, βαρετός μέχρι θανάτου, μακροσκελής, κόφτο, σταμάτα, είδος μάφιν που εσωτερικά είναι κενό, ρολό κιμά, ρολό φιλμ, ξεπέτα, φιλμ, χαρτί κουζίνας, γλυκό με κανέλα, έγχρωμο φιλμ, είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου, τα πάω καλά, ξεστομίζω, λέω, κάνω τη χάρη σε κπ, τόπι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rollo
ρολόnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Tenemos más rollos de papel higiénico? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ξεμείναμε από χαρτί υγείας. |
φιλμ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tengo tres rollos más, con veinticuatro fotografías cada uno. |
ρολό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay un rollo de cable en la zona de construcción. |
σωσίβιο(καθομ, μτφ: πάχος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Podías verle los rollos de grasa cuando se levantaba la camiseta. |
μπομπίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El director filmó tres rollos hoy. |
φλερτ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jim tuvo una aventura con una compañera de trabajo Ο Τζιμ είχε ένα φλερτ με μια συνάδελφο. |
περγαμηνή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los pergaminos antiguos eran frágiles. |
πολύ βαρετόςnombre masculino (ES, coloquial) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La conferencia del otro día fue un verdadero rollo. Casi me duermo. |
πτυχή δέρματοςnombre masculino (λόγω παχυσαρκίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era difícil para ella lavarse bajo los rollos. |
ρουτίνα(aburrido, coloquial) (με την κακή έννοια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este trabajo se ha convertido en un rollo para David, quiere hacer algo nuevo. Αυτή η δουλειά έχει καταντήσει ρουτίνα για τον Ντέιβιντ. Θέλει να κάνει κάτι καινούριο. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Todos escuchamos el rollo de no copiarse del maestro. |
κουλούραnombre masculino (σχοινί τυλιγμένο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουβάριnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κασέταnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η κασέτα του φιλμ της φωτογραφικής μηχανής μπορεί να πάρει ρολό των 24 ή των 36 στάσεων. |
μπαρούφα(ES, coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Bill sigue hablando de su nuevo e importante trabajo pero yo creo que es puro rollo. |
σχέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella tiene una aventura con un hombre casado. Έχει σχέση με έναν παντρεμένο. |
κακός μπελάς, βραχνάς(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Llenar las formas para reclamar mi seguro fue un verdadero fastidio. Το να συμπληρώσω τα έντυπα για την πρόσφατη αίτηση αποζημίωσης ήταν σκέτος βραχνάς. |
μπομπίνα(película) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Encontramos una caja llena de carretes viejos en el departamento. |
πιασίματα(ES: coloquial) (καθομ, μτφ: στη μέση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Es hora de empezar a hacer ejercicios para el abdomen y los oblicuos: ¡se me están empezando a notar los michelines! |
πάπυρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El alcalde desenrolló el pergamino y leyó en alto lo que ponía ante la multitud que había reunida. Ο δήμαρχος ξετύλιξε το ρολό και διάβασε τα περιεχόμενά του στο συγκεντρωμένο πλήθος. |
μονόλογος(βαρετή ομιλία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Chris dio un monólogo en la reunión que aburrió a todo el mundo. |
ανοησία, βλακεία(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα(ES: coloquial) (ΗΠΑ, αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Voy a poner cuidado en lo que como: tengo que quitarme estos michelines. |
πηνίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las bobinas se usan en generadores e inductores. |
αγγαρεία(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los deberes son una lata. Οι εργασίες για το σπίτι είναι σκέτη βαρεμάρα. |
μανίκι, ζόρι, πακέτο(καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cortar el césped en verano es un fastidio. Το να κουρεύεις το γκαζόν το καλοκαίρι είναι μανίκι. |
σκέτη βαρεμάρα(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta obra es una lata, vayámonos en el intervalo. Αυτό το έργο είναι σκέτη βαρεμάρα. Ας φύγουμε στο διάλειμμα. |
αερολογία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ese tipo es todo humo. ¿No le creerás de verdad? Αυτά που λέει ο τύπος είναι αέρας κοπανιστός. Δε φαντάζομαι να τον πιστεύεις! |
ενέργεια, αύρα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella me transmite una onda muy extraña. No creo que yo le guste mucho. Μου μεταδίδει μια περίεργη ενέργεια (or: αύρα). Δεν νομίζω ότι με συμπαθεί και πολύ. |
φιλμ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κακός, άσχημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Había mala relación entre ellos. |
βαρετός μέχρι θανάτουexpresión (ES, coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La clase era un rollo patatero, tanto que él apenas podía quedarse despierto. |
μακροσκελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esa fue una respuesta de pura palabrería para una pregunta tan simple. |
κόφτο, σταμάτα(ES, coloquial) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Corta el rollo! Si no dejas de hacer eso tendré que castigarte. |
είδος μάφιν που εσωτερικά είναι κενό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρολό κιμάlocución nominal masculina (μαγειρική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El pastel de carne es una comida barata hecha de carne molida. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ρολό κιμά είναι ένα οικονομικό φαγητό με κρέας, γιατί μπορεί να παρασκευαστεί με φτηνό μοσχαρίσιο κιμά. |
ρολό φιλμnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las cámaras digitales han dejado obsoletos los rollos de película. Οι ψηφιακές κάμερες έκαναν άχρηστα τα ρολό φιλμ. |
ξεπέτα(ES, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλμ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χαρτί κουζίνας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γλυκό με κανέλαlocución nominal masculina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έγχρωμο φιλμ
Jane sacó las fotos con rollo color, las escaneó en su computadora y las hizo blanco y negro. |
είναι του γούστου μου, είναι του στιλ μου(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Este tipo de libros es exactamente mi onda. La física de partículas no es mi onda. |
τα πάω καλάlocución verbal (ES) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεστομίζω, λέωexpresión (coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sabía que tarde o temprano largaría el rollo. Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα. |
κάνω τη χάρη σε κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tú síguele la corriente y se dará cuenta de que está equivocado. Πήγαινε απλά με τα νερά του. Στο τέλος θα καταλάβει πως έχει άδικο. |
τόπι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se necesitaron dos rollos de tela enteros para hacer el vestido de casamiento de la princesa. Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα τόπια υφάσματος για το φόρεμα της πριγκίπισσας. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rollo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του rollo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.