Τι σημαίνει το science στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης science στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του science στο Αγγλικά.

Η λέξη science στο Αγγλικά σημαίνει επιστήμη, φυσική, τέχνη, επιστήμη, ζωολογία, πτυχίο Bachelor, κάτοχος πτυχίου Bachelor, επιστήμη συμπεριφοράς, επιστήμη της βιολογίας, βιολογία, πληροφορική, γεωεπιστήμες, περιβαλλοντική επιστήμη, επιστήμη της διατροφής, εγκληματολογική επιστήμη, πληροφορική, βιβλιοθηκονομία, βιολογικές επιστήμες, μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης, ιατρική επιστήμη, φυσική επιστήμη, εδαφολογία, φυσική επιστήμη, πολιτική επιστήμη, σχεδιασμός πυραύλων, πυρηνική φυσική, επιστημονική φαντασία, επιστημονικής φαντασίας, επιστημονική έκθεση, επιστημονική φαντασία, ταινία επιστημονικής φαντασίας, εργαστήριο, κοινωνιολογία, θεωρητική πληροφορική, κτηνιατρική, επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης science

επιστήμη

noun (branch of study)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I would like to study the science of human societies.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κοινωνιολογία είναι η επιστήμη που εξετάζει τα κοινωνικά φαινόμενα.

φυσική

noun (academic subject) (μάθημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Will spent all night doing his homework for science.
Ο Γουίλ πέρασε όλη τη νύχτα κάνοντας τις εργασίες του για το μάθημα της φυσικής.

τέχνη

noun (systematic knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I learnt the science of bargaining during my travels.
Έμαθα την τέχνη του παζαρέματος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου.

επιστήμη

noun (proficiency) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have cooking down to a science.
Έχουν αναγάγει τη μαγειρική σε επιστήμη.

ζωολογία

noun (study of animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτυχίο Bachelor

noun (BSc: undergraduate degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard has a Bachelor of Science from Lancaster University.

κάτοχος πτυχίου Bachelor

noun (person with science degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate is a Bachelor of Science in Chemistry.

επιστήμη συμπεριφοράς

noun (observing habits) (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Monica is studying for an MSc in behavioural science.

επιστήμη της βιολογίας, βιολογία

noun (study of living organisms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are studying the human brain in my biological science class today.

πληροφορική

noun (field of study)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Liz has a degree in computer science.
Η Λιζ έχει πτυχίο πληροφορικής.

γεωεπιστήμες

noun (field of study)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nancy has a PhD in earth sciences from Bristol University.

περιβαλλοντική επιστήμη

(branch of science)

επιστήμη της διατροφής

(study of foods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγκληματολογική επιστήμη

noun (gathering scientific information)

Forensic science is used in investigating crimes.

πληροφορική

noun (science of computing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A degree in information science can be a foundation for an interesting career.

βιβλιοθηκονομία

noun (study of libraries)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιολογικές επιστήμες

(branch of science)

μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης

noun (postgraduate science degree)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Institute offers tuition leading to Master of Arts (MA) and Master of Science (MSc) degrees.

ιατρική επιστήμη

noun (branch of knowledge: health)

The discovery of penicillin was a miracle of medical science.

φυσική επιστήμη

noun (often pl (knowledge of processes in nature) (συνήθως πληθυντικός)

There are many overlaps between the natural sciences and the human sciences.

εδαφολογία

noun (science: study of soils)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική επιστήμη

noun (science of the natural world)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chemistry is one of the physical sciences.

πολιτική επιστήμη

noun (study of government)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hated taking political science classes until I got to college.

σχεδιασμός πυραύλων

noun (science of rocket design)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πυρηνική φυσική

noun (figurative ([sth] requiring great intelligence) (μεταφορικά)

επιστημονική φαντασία

noun (abbreviation, informal (science fiction)

Sci-fi is my favorite literary genre.

επιστημονικής φαντασίας

noun as adjective (abbreviation, informal (science fiction)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This is one of my favorite sci-fi novels of all time.

επιστημονική έκθεση

noun (scientific exhibition)

The science fair is open to students in grades 5 through 12.

επιστημονική φαντασία

noun (futuristic, speculative stories)

Staples of science fiction include time travel and journeys to other planets.
Βασικά στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας είναι τα ταξίδια στον χρόνο και σε άλλους πλανήτες.

ταινία επιστημονικής φαντασίας

noun (film: speculative, futuristic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We went to see a science fiction movie called Star Wars.

εργαστήριο

noun (abbr (laboratory for scientific research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students are carrying out an experiment in the science lab.

κοινωνιολογία

noun (humanities subject)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I did a couple of social sciences at university: sociology and anthropology.

θεωρητική πληροφορική

noun (computational mathematics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Joe is studying theoretical computer science at university.
Ο Τζο σπουδάζει θεωρητική πληροφορική στο πανεπιστήμιο.

κτηνιατρική

noun (study of animal health)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He studied veterinary science at university.

επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδας

noun (ecobiology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Students who earn a bachelor's degree in wildlife science have many opportunities for employment.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του science στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του science

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.