Τι σημαίνει το second στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης second στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του second στο Αγγλικά.

Η λέξη second στο Αγγλικά σημαίνει δευτερόλεπτο, στιγμή, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, ο δεύτερος, δύο, δύο, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερον, βοηθός, δευτέρα, δεύτερη, δεύτερη βάση, δεύτερη βάση, δευτέρα, δεύτερη, δεύτερο, δευτέρα, δεύτερος γύρος, προϊόν δεύτερης διαλογής, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, αποσπώ, Δευτέρα Παρουσία, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, δεν σκέφτομαι, ξανασκέφτομαι, μισό δευτερόλεπτο, τρώω άλλη μια μερίδα, έχω δεύτερες σκέψεις, έχω δεύτερες σκέψεις για κτ, σε λιγάκι, κατά δεύτερον, κατά δεύτερον, με βαθμό "Καλώς", έρχομαι δεύτερος, δεύτερη βάση, χούφτωμα, μπαλαμούτι, χαμούρεμα, φάσωμα, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, όχι αρκετά καλός, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεύτερη ευκαιρία, δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα, οικονομική θέση, δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός, δεύτερο πιάτο, δεύτερος ξάδερφος, δεύτερη ξαδερφή, ανιψιός, ανιψιά, θείος, θεία, δευτερεύων εισοδηματίας, δεύτερη/αναθεωρημένη έκδοση, δεύτερη μοίρα, πρώτος όροφος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, δεύτερος όροφος, που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, δευτέρα δημοτικού, δείκτης δευτερολέπτων, από δεύτερο χέρι, δεύτερη μερίδα, δεύτερη κατοικία, δεύτερος στην ιεραρχία, δεύτερη δουλειά, ξένη γλώσσα, επίσημη γλώσσα, ανθυπολοχαγός, δεύτερη ματιά, ανθυποπλοίαρχος, δεύτερο όνομα, δεύτερη φύση, δεύτερο παράπτωμα, δεύτερη γνώμη, δεύτερο πρόσωπο, σε δεύτερο πρόσωπο, δεύτερη θέση, έκτη αίσθηση, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεύτερες σκέψεις, δεύτερη σκέψη, προτελευταίος, προτελευταίος, καλύτερος, ανάσα, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτ, μαντεύω, αυτοαμφισβητούμαι, υπαρχηγός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεύτερης διαλογής, μεταχειρισμένος, έμμεσος, μεταχειρισμένος, από δεύτερο χέρι, ρούχα από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, παθητικός καπνιστής, παθητική καπνίστρια, που μαστούρωσε από τον μπάφο άλλου, κλάσμα του δευτερολέπτου, ρίχνω άλλη μια ματιά, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, τριακοστό δεύτερο, αυτή τη στιγμή, εικοστός δεύτερος, εικοστός δεύτερος, εικοστή δεύτερη, εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέρα, περίμενε ένα λεπτάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης second

δευτερόλεπτο

noun (time: 60th of a minute) (χρονική περίοδος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A minute lasts sixty seconds.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν δεν κλείσεις την τηλεόραση σε δέκα δεύτερα θα σε μαλώσω.

στιγμή

noun (instant, brief moment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He only looked away for a second.
Τράβηξε το βλέμμα του για μια στιγμή μόνο.

δεύτερος

adjective (2nd in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is the second leg of our trip.
Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού μας.

δεύτερος

adjective (in race, competition: placed 2nd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My sister won the race, and I was second.

δεύτερος

adverb (race, competition: in 2nd place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our team came in second. Jane was first, and Claire arrived second.
Η ομάδα μας ήρθε στη δεύτερη θέση. Η Τζέιν ήρθε πρώτη και η Κλαιρ δεύτερη.

δεύτερος

noun (in a series, list: 2nd item, person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your seat is the second on the left.
Το κάθισμά σας είναι το δεύτερο από αριστερά.

ο δεύτερος

noun (2nd monarch with specified name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles II was King of England from 1660 to 1685.
Ο Κάρολος ο Δεύτερος ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 1660 ως το 1685.

δύο

noun (second day of the month) (του μηνός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
We will celebrate New Year's Day at home and then visit my parents on the second.
Θα γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά στο σπίτι και μετά θα επισκεφθούμε τους γονείς μου στις δύο του μήνα.

δύο

noun (UK (second day of specified month)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My brother is getting married on the second of May.

δεύτερος

adjective (alternate) (εναλλακτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The blue is my second choice. Is there a second option?

δεύτερος

adjective (music: instrumentalists)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The second violins played out of tune.

δεύτερος

adjective (another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll have a second cup of tea, please.

δεύτερον

adverb (secondly: introducing second point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
First, he can't afford a car. Second, he can't drive.

βοηθός

noun (boxer's assistant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The boxer's second threw in the towel.

δευτέρα, δεύτερη

noun (2nd automobile gear)

On a hill, shift into second.
Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα.

δεύτερη βάση

noun (baseball: base)

The runner stole second.

δεύτερη βάση

noun (baseball: position)

Stevens is playing second.

δευτέρα, δεύτερη

noun (musical interval)

The next chord change is a second.

δεύτερο

noun (angle: 60th part of a minute)

The coordinates are thirty degrees, two minutes and ten seconds north.

δευτέρα

noun (music: 2nd symphony, etc.) (στη μουσική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Beethoven's Second was written in the key of D major.

δεύτερος γύρος

plural noun (another helping of food)

There's more lasagne. Would anyone like seconds?
Έχει κι άλλα λαζάνια. Θέλει κανείς δεύτερο γύρο;

προϊόν δεύτερης διαλογής

plural noun (remaindered clothing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I know a store that sells seconds for a very good price.

υποστηρίζω, στηρίζω

transitive verb (assist, support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason wants to second his friend in the match.

υποστηρίζω

transitive verb (support, agree with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
One of the peers has to second the motion.
ΝΕW: O κύριος Παπαδόπουλος υποστήριξε την πρόταση του ομιλητή.

αποσπώ

transitive verb (UK (military: transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was seconded to Guam for four years.
Πήρε απόσπαση για την Γκουάμ για τέσσερα χρόνια.

Δευτέρα Παρουσία

noun (religion: coming of Christ) (του Χριστού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The idea of Advent was developed long after Jesus lived.
Η ιδέα της Δευτέρας Παρουσίας αναπτύχθηκε αρκετό καιρό μετά από την εποχή που έζησε ο Ιησούς.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Louise has a diploma in teaching English as a Second Language.

Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας

noun (initialism (English as a Second Language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν σκέφτομαι

verbal expression (informal (consideration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most people don't give a second thought to the problems of the homeless.

ξανασκέφτομαι

verbal expression (informal (rethink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped what he was doing and went to her without giving it a second thought.

μισό δευτερόλεπτο

noun (figurative (a very brief time)

Hold on, I'll be with you in half a second!

τρώω άλλη μια μερίδα

verbal expression (receive additional serving of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That pudding was delicious. Can I have another helping, please?
Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ;

έχω δεύτερες σκέψεις

verbal expression (reconsider)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oliver was originally very keen to join the army, but now he is having second thoughts.

έχω δεύτερες σκέψεις για κτ

verbal expression (reconsider [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Denise was having second thoughts about getting married to Mick.

σε λιγάκι

adverb (a short while from now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll get around to it in a second.

κατά δεύτερον

adverb (secondly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the first instance, the project would be expensive, and in the second instance, we do not have the equipment.

κατά δεύτερον

adverb (secondly) (κατά δεύτερο λόγο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the first place, flying is expensive, and in the second place, the airport is a long distance away.

με βαθμό "Καλώς"

adjective (UK (university degree grade: 2:2)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hazel graduated with a lower-second class degree from the University of Reading.

έρχομαι δεύτερος

verbal expression (figurative (be considered less important) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She always played second fiddle to her talented older sister.

δεύτερη βάση

noun (baseball: first corner) (μπέιζμπολ)

The batter was able to reach second base safely.
Ο επιθετικός μπάτερ μπόρεσε να προσεγγίσει τη δεύτερη βάση με ασφάλεια.

χούφτωμα, μπαλαμούτι, χαμούρεμα, φάσωμα

noun (US, slang, euphemism (fondling [sb]'s breasts) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How long did it take for you to reach second base with your girlfriend?
Μετά από πόσο καιρό άρχισες το χούφτωμα με το κορίτσι σου;

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

adjective (next to best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The runner recorded his second-best time this year for the marathon.

όχι αρκετά καλός

noun (pejorative (not quite good enough) (υποτιμητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Margot did not want to put up with second best for her wedding dress.

που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση

adverb (in second position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alan fared second best in the tennis match.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (UK (law: parliament's lower house)

The House of Lords is the second chamber of the UK Parliament.

δεύτερη ευκαιρία

noun (further opportunity)

Any student who fails the test has a second chance to do it again a few weeks later.

δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα

noun (figurative (old age, senility) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Grandpa seems to be going through a second childhood.

οικονομική θέση

adjective (literal (travel: standard or economy) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bought a second-class ticket because it was a lot cheaper.

δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός

adjective (figurative (inferior, less important) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even today women are still treated as second-class citizens in many countries.

δεύτερο πιάτο

noun (second part of meal) (γεύμα)

δεύτερος ξάδερφος, δεύτερη ξαδερφή

noun (child of your parent's cousin)

My second cousin is very dear to me.

ανιψιός, ανιψιά

noun (common but incorrect (child of your cousin) (το παιδί του ξάδερφού μου)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
My mother's second cousin has moved out of state.

θείος, θεία

noun (common but incorrect (your parent's cousin) (τα ξαδέρφια των γονιών μου)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δευτερεύων εισοδηματίας

noun (supplemental income) (νυκοκοιριό, οικογένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The study examines the impact of second earners on family incomes.

δεύτερη/αναθεωρημένη έκδοση

noun (revised printing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The author made some changes to the second edition of the book.

δεύτερη μοίρα

noun (figurative (less important status) (είμαι σε)

The Vice President will always play second fiddle to the President.

πρώτος όροφος

noun (US (storey above ground level)

The fire was on the second floor of the building.

που βρίσκεται στον πρώτο όροφο

noun as adjective (US (at storey above ground level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερος όροφος

noun (UK (third storey of a building)

My offices are on the second floor.

που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο

noun as adjective (UK (on the third storey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δευτέρα δημοτικού

noun (US (school year: age 7-8)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In the U.S. children are typically about 7 years old when they enter second grade.

δείκτης δευτερολέπτων

noun (clock, watch: counts seconds)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

από δεύτερο χέρι

adverb (indirectly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wasn't there. She heard about it at second hand.
Δεν ήταν εκεί. Το έμαθε από δεύτερο χέρι.

δεύτερη μερίδα

noun (food: another serving)

I was so hungry, I had a second helping of stew.

δεύτερη κατοικία

noun (house owned as secondary residence) (όχι η κύρια κατοικία)

The family has a second home in a small village in the countryside.

δεύτερος στην ιεραρχία

adjective (just below person in charge)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δεύτερη δουλειά

noun (for additional income)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evelyn took a second job as a cleaner to pay all her bills.

ξένη γλώσσα

noun (non-native language)

επίσημη γλώσσα

noun (language used in official setting)

ανθυπολοχαγός

noun (rank of military officer) (στρατός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The second lieutenant often got the worst jobs because of his low rank.

δεύτερη ματιά

noun (informal (further attention)

At first I thought the student's essay was hopeless, but a second look revealed some promising passages.

ανθυποπλοίαρχος

noun (naval deputy) (ναυτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The captain relied heavily on his second mate's expertise to navigate them through the reef.

δεύτερο όνομα

noun (middle name)

Paul's second name is Ian.

δεύτερη φύση

noun ([sth] instinctive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Driving quickly becomes second nature once you've passed your test.

δεύτερο παράπτωμα

noun (further crime committed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The punishment for a crime is harsher for a second offence.

δεύτερη γνώμη

noun (view of another expert)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sure you're right, doctor, but I'd still like a second opinion before undergoing surgery.

δεύτερο πρόσωπο

noun (grammar: you) (γραμματική)

The ending of the verb tells you that it is in the second person.

σε δεύτερο πρόσωπο

noun as adjective (narrative: in the second person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author uses a second-person narrative in this story.

δεύτερη θέση

noun (runner-up position)

Ruth was in second place in the competition.

έκτη αίσθηση

(clairvoyance)

τώρα που το ξανασκέφτομαι

interjection (informal (change of mind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need to speak to the kids about this; on second thoughts, perhaps I'll wait until my husband gets home.

δεύτερες σκέψεις

plural noun (regrets, doubts) (για ειλημμένη απόφαση)

Gary is having second thoughts about joining the army.
Ο Γκάρι έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την απόφασή του να καταταχτεί στον στρατό.

δεύτερη σκέψη

noun (hesitation, consideration)

She accepted the job without a second thought.
Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.

προτελευταίος

adverb (in penultimate position)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Steve finished second to last in the race.

προτελευταίος

adjective (penultimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The second-to-last item on the agenda is recycling.

καλύτερος

adjective (the best)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a brilliant footballer: his passing ability is second to none.

ανάσα

noun (informal, figurative (fresh burst of energy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Now everyone has their second wind, let's get back to work!
Αφού πήραμε όλοι μια ανάσα, ας επιστρέψουμε στη δουλειά!

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

noun (international conflict of 1939-1945)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Second World War began on 3rd September 1939.

κάνω δεύτερες σκέψεις για κπ/κτ

transitive verb (mainly US (criticize after the fact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαντεύω

transitive verb (anticipate the actions or intentions of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυτοαμφισβητούμαι

transitive verb and reflexive pronoun (doubt yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπαρχηγός

noun (military: deputy)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
He was second in command after the commander in chief.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (responsible if boss absent)

The second-in-command was in charge while the boss was away on a business trip.

δεύτερης διαλογής

adjective (pejorative (not the best, inferior) (κακής ποιότητας)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The film was second rate; the acting was poor and the special effects were not convincing.

μεταχειρισμένος

adjective (previously owned, used)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Iris loves to shop at secondhand book stores.

έμμεσος

adjective (indirect)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I only know some secondhand gossip, but I'll give you the gist of what I've heard.

μεταχειρισμένος

adverb (from previous owner)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mason's suit looks new, but he bought it secondhand.

από δεύτερο χέρι

adverb (by indirect means) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't be sure the rumour is true, as I heard it secondhand.

ρούχα από δεύτερο χέρι

plural noun (used clothing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I buy second-hand clothes in charity shops; you can get great bargains there.

μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι

noun (previously-owned clothes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθητικός καπνιστής, παθητική καπνίστρια

noun (involuntarily inhaled smoke)

Second-hand smoke can cause respiratory problems in non-smokers.

που μαστούρωσε από τον μπάφο άλλου

adjective (slang (from [sb] else's drug-smoking) (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The air was thick with cannabis smoke, and everyone was second-hand stoned.

κλάσμα του δευτερολέπτου

noun (figurative (briefest moment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I thought you were someone else then for a split second.

ρίχνω άλλη μια ματιά

verbal expression (informal (re-examine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's take a second look: we may have missed some important clues.

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

noun (initialism (Teaching English as a Second Language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τριακοστό δεύτερο

adjective (musical time)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτή τη στιγμή

adverb (informal, figurative (immediately, now)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Put down that candy this second! I want you to come here this second.

εικοστός δεύτερος

adjective (22nd in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenkins is in twenty-second place in the list of the club's most successful players.

εικοστός δεύτερος

noun (in a series, list: 22nd item, person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

εικοστή δεύτερη

noun (twenty-second day of the month) (για ημερομηνία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέρα

noun (UK (twenty-second day of specified month)

The agreement was signed on the twenty-second of January 1982.

περίμενε ένα λεπτάκι

interjection (informal (wait for a moment) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just wait a second; I'm almost ready now.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του second στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του second

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.