Τι σημαίνει το sens στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sens στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sens στο Γαλλικά.

Η λέξη sens στο Γαλλικά σημαίνει σημασία, έννοια, αίσθηση, σημασία, άποψη, πλευρά, νόημα, κατεύθυνση, κατεύθυνση, έννοια, σημασία, σημασία, σημασία, περιεχόμενο, νόημα, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω σαν, μυρίζω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω σαν, βρωμάω, βρωμάω, μυρίζω, μυρίζω, νιώθω, θυμίζω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω, γεύομαι, μοιάζω, νιώθω, αισθάνομαι, οσφραίνομαι, μυρίζομαι, μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι, μυρίζω, προαίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αντέχω, μυρίζομαι, εντοπίζω, αναγνωρίζω, αισθάνομαι, νιώθω, κυριολεκτικός, ολόψυχα, πρόχειρα, συνείδηση, αποφασιστικότητα, μουσική ικανότητα, αναπροσανατολισμός, προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής, που δεν βγάζει νόημα, λογικότητα, αίσθηση της ισορροπίας, πρακτικό μυαλό, τρέχω ένα γύρο, πρακτικός, κενός, κούφιος, μονόπλευρος, που δεν κάνει διακρίσεις, από την αντίθετη κατεύθυνση, ανέφικτος, ανεπίτευκτος, βαθυστόχαστος, ανάστατος, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, εκτός πραγματικότητας, αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, θετικής κατεύθυνσης, μπερδεμένος, αναποδογυρισμένος, δεξιόστροφα, μεταφορικά, αλληγορικά, προσήνεμα, προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής, αντίθετα, μεταφορικά μιλώντας, κατά κάποιον τρόπο, κατά μία έννοια, ανεξέλεγκτα, εκτός ελέγχου, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, σε αυτό το πλαίσιο, δεδομένου ότι, αριστερόστροφα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sens

σημασία, έννοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel est le sens de "se pencher" ?
Ποιο είναι το νόημα της λέξης «σκύβω»;

αίσθηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les chiens ont un sens de l'odorat très développé.
Τα σκυλιά έχουν πολύ καλή αίσθηση της όσφρησης.

σημασία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il se concentra pour essayer de trouver le sens de la clé de l'énigme.
Σκεφτόταν πυρετωδώς, προσπαθώντας να βρει τη σημασία (or: το νόημα) του στοιχείου του γρίφου.

άποψη, πλευρά

(point de vue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dans un certain sens, je suis d'accord avec toi.

νόημα

nom masculin (signification)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est difficile de comprendre le sens de cette phrase.

κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle est cette direction ? Le nord ou le sud ?
Ποια κατεύθυνση είναι αυτή; Βορράς ή Νότος;

κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous sommes allés dans la mauvaise direction et nous nous sommes complètement perdus.
Πήραμε λάθος κατεύθυνση και χαθήκαμε για τα καλά.

έννοια, σημασία

(λέξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'avocat a semblé ne pas prendre en compte l'acception normale de "retirer".

σημασία

(σαφής, προφανής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle était la signification de la colombe dans la scène finale du film ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ήμουν σίγουρος για την έννοια της λέξης, γι' αυτό την έψαξα στο λεξικό.

περιεχόμενο, νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si je comprends bien la signification de votre lettre, vous n'avez pas l'intention d'honorer vos engagements.

αισθάνομαι, νιώθω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a soudain senti qu'il y avait une autre personne dans la pièce.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αισθάνομαι, νιώθω

verbe transitif (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je sens qu'elle disait la vérité.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

μυρίζω σαν

Ce savon sent le bonbon.
Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό!

μυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ça sent dans leur maison, mais je n'arrive pas à déterminer quelle odeur c'est exactement.
Στο σπίτι τους μυρίζει, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι μυρωδιά είναι αυτή.

αισθάνομαι, νιώθω

verbe transitif (au toucher)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a senti sa main sur son épaule.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

μυρίζω σαν

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le parfum que mon amie utilise sent la rose.

βρωμάω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Votre offre sent l'arnaque !

βρωμάω, μυρίζω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton histoire sur ce qui s'est passé avec les gâteaux sent le mensonge !
Η ιστορία σου για τα μπισκότα βρωμάει απάτη!

μυρίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne sens rien avec ce rhume !
Δεν μπορώ να μυρίσω με αυτό το κρύωμα που άρπαξα.

νιώθω

verbe transitif (percevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je sentais de l'hostilité dans sa voix.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

θυμίζω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ça commence à sentir le printemps !
Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη!

αισθάνομαι, νιώθω

verbe transitif (avoir conscience de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sentait son regard.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

μυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle sentit l'odeur de l'ail et sut que son ami était en train de cuisiner.
Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της.

γεύομαι

verbe transitif (le goût de [qch])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai senti un peu de cannelle dans les pâtes.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

μοιάζω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette situation sent le piège.

νιώθω, αισθάνομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a senti toute la force du choc.

οσφραίνομαι, μυρίζομαι

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sentit les ennuis arriver quand les autres commencèrent à s'engueuler, alors il partit du bar.

μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι

(ανεπίσημο: κτ ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark a vu l'un des deux hommes donner de l'argent à l'autre et a senti qu'il se passait quelque chose de louche.

μυρίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'air salé sentait la mer.

προαίσθημα, αίσθημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle avait le sentiment étrange que quelque chose n'allait pas.
Είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime bien la sensation de la soie sur ma peau.
Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne pense pas que je puisse supporter ce film plus longtemps, il est épouvantable.

μυρίζομαι

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce que tu as senti l'animosité qui régnait à cette réunion ?

εντοπίζω, αναγνωρίζω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le détective avait flairé un mauvais coup.

αισθάνομαι, νιώθω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a senti sa haine à l'autre bout du fil.

κυριολεκτικός

(έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πρόχειρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνείδηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conscience de Chuck l'empêchait de commettre un crime.
Η συνείδηση του Τσακ τον απέτρεψε από το να διαπράξει το έγκλημα.

αποφασιστικότητα

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μουσική ικανότητα

αναπροσανατολισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής

(κίνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν βγάζει νόημα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'argument de Paul était un véritable non-sens.
Το επιχείρημα του Πήτερ ήταν μια μεγάλη μπούρδα.

λογικότητα

(ιδέας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Est-ce que tu remets en question la raison de ma décision de me marier ?
Αμφισβητείς τη λογικότητα της απόφασής μου να παντρευτώ;

αίσθηση της ισορροπίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
J'ai la tête qui tourne comme si j'avais perdu l'équilibre.

πρακτικό μυαλό

τρέχω ένα γύρο

(argot : terrain pentu surtout)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρακτικός

(personne) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Μπελίντα είναι υπερβολικά πρακτική για να πετάξει μια καλή καριέρα για χάρη ενός άνδρα.

κενός, κούφιος

(sans intérêt) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pour lui, les talk-shows sont des distractions futiles.
Θεωρούσε ότι τα τοκ σόου ήταν ευτελής διασκέδαση.

μονόπλευρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν κάνει διακρίσεις

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από την αντίθετη κατεύθυνση

(véhicules)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανέφικτος, ανεπίτευκτος

(για ιδέες, προτάσεις κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαθυστόχαστος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette chanson est chargée de sens pour moi.

ανάστατος

(endroit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis parti au travail à toute vitesse ce matin et j'ai laissé la maison en désordre.

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτός πραγματικότητας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les politiciens qui croient pouvoir réduire les services publics tout en maintenant leur cote de popularité n'ont pas le sens des réalités (or: ont perdu le sens des réalités).
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

αντίστροφος προς τη φορά του ρολογιού

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tournez la poignée dans le sens inverse des aiguilles d'une montre pour éteindre la machine.

μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης

adjectif

Je me suis soudain retrouvé à contresens sur une rue à sens unique.

θετικής κατεύθυνσης

nom masculin (Biologie) (βιολογία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μπερδεμένος

locution adjectivale (figuré)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αναποδογυρισμένος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεξιόστροφα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Faites pivoter l'image à 90 degrés dans le sens des aiguilles d'une montre.

μεταφορικά, αλληγορικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσήνεμα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντίθετα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταφορικά μιλώντας

(όχι κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au sens figuré, le pays est gravement malade et ne se remettra pas avant longtemps.

κατά κάποιον τρόπο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dans un sens, Aiden méritait la victoire autant que son adversaire, mais il ne pouvait y avoir qu'un gagnant.
Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή.

κατά μία έννοια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'une certaine façon (or: d'une certaine manière), c'est joli, oui, mais en vérité, ce n'est pas très beau.

ανεξέλεγκτα

locution adverbiale (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quelqu'un avait lâché les chiens et ils couraient dans tous les sens.

εκτός ελέγχου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La discussion dégénère : les commentaires fusent dans tous les sens.

όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί

adverbe (fam, pop)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί

locution adverbiale (fam, pop)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αυτό το πλαίσιο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεδομένου ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est vrai dans le sens où cela a été prouvé devant un tribunal.
Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο.

αριστερόστροφα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sens στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του sens

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.