Τι σημαίνει το shining στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shining στο Αγγλικά.

Η λέξη shining στο Αγγλικά σημαίνει λαμπερός, γυαλιστερός, ρίχνω φως σε κπ/κτ, λάμπω, τα πάω περίφημα, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, λάμπω, αστράφτω, γυαλίζω, λάμψη, γυάλισμα, ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο, εξέχουσα προσωπικότητα, λαμπρό αστέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shining

λαμπερός, γυαλιστερός

adjective (that shines)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel looked at the shining jewels in the shop window.
Η Ρέιτσελ κοίταζε τα λαμπερά (or: γυαλιστερά) κοσμήματα στη βιτρίνα του καταστήματος.

ρίχνω φως σε κπ/κτ

transitive verb (direct light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shine the light on the corner.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

λάμπω

intransitive verb (be bright)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun is really shining today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό.

τα πάω περίφημα

intransitive verb (figurative (person: excel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She will shine in the competition.
Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό.

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(informal, figurative (excel at [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's not good at explaining it, but he really shines at mathematics.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

λάμπω, αστράφτω

(figurative (face: beam) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His face will shine with excitement when he opens the gift package.
Το πρόσωπό του θα λάμψει από ενθουσιασμό, όταν ανοίξει το δώρο.

γυαλίζω

transitive verb (polish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hate having to shine the silverware.
Το μισώ όταν πρέπει να γυαλίσω τα ασημικά.

λάμψη

noun (bright reflective quality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She polished the silver candlesticks to a dazzling shine.
Έτριψε τα ασημένια κηροπήγια δίνοντάς τους μια εκτυφλωτική λάμψη.

γυάλισμα

noun (shoeshine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My boots really need a shine.

ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο

noun (figurative (chivalrous man) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξέχουσα προσωπικότητα

noun (figurative ([sb] excellent or inspirational)

Martin Luther King was one of the shining lights of the civil rights movement.

λαμπρό αστέρι

noun (figurative (luminary, inspiring figure) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shining

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.