Τι σημαίνει το sobra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sobra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sobra στο ισπανικά.

Η λέξη sobra στο ισπανικά σημαίνει κατάλοιπο, απομεινάρι, περισσεύω, μένω, παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο, δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητος, πάω χαμένος, μένω με κτ, απομένω, μένω, μένω, απομένω, -, περισσεύω, μένω, σε αφθονία, υπεραρκετός, περισσεύει χώρος, έχω όλο τον καιρό μπροστά μου, ξέρω πολύ καλά, παρέχω υπεράριθμο προσωπικό, για να ξοδέψω, χρόνος που μου έμεινε, είχα επάρκεια, είχα αρκετά, άχρηστος, αχρησιμοποίητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sobra

κατάλοιπο, απομεινάρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las normas misóginas en las empresas son un vestigio de los años sesenta.
Αυτές οι μισογυνίστικες εταιρικές πρακτικές είναι κατάλοιπα της δεκαετίας του '60.

περισσεύω, μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de la fiesta, sólo sobraba una botella de vino.
Μετά το πάρτι περίσσεψε (or: έμεινε) μόνο ένα μπουκάλι κρασί.

παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sobro os espero fuera.

δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Aquí sobran los comentarios racistas y sexistas.

πάω χαμένος

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si esa botella de leche sobra, me la llevo.

μένω με κτ

(εγώ ο ίδιος)

El abrigo costó treinta y cinco dólares y los zapatos veinte, por tanto solo nos sobran cinco dólares.
Το παλτό έκανε τριάντα πέντε δολάρια και τα παπούτσια είκοσι κι έτσι μας απέμειναν μόνο πέντε δολάρια.

απομένω, μένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quedan tres porciones de pizza.
Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα.

μένω, απομένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sólo hay tres pastelitos de sobra.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Si hay comida de sobra después de la fiesta puedes llevártela.
Αν μείνει φαγητό μετά το πάρτυ, μπορείς να το πάρεις.

περισσεύω, μένω

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de la fiesta, sólo había una botella de vino sobrante.
Μετά το πάρτι περίσσεψε (or: έμεινε) μόνο ένα μπουκάλι κρασί.

σε αφθονία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenemos problemas en abundancia ahora que se nos acabó el dinero.

υπεραρκετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es injusto que algunas personas sean tan pobres que se mueren de hambre, mientras otras tienen más que suficiente.
Είναι άδικο που κάποιοι άνθρωποι είναι φτωχοί και πεινάνε, ενώ άλλοι έχουν παραπάνω από όσα χρειάζονται.

περισσεύει χώρος

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Entró todo en mi valija y con espacio de sobra.
Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος.

έχω όλο τον καιρό μπροστά μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengas prisa por casarte; eres joven y tienes tiempo de sobra.
Μη βιαστείς να παντρευτείς. Νέος είσαι, έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου.

ξέρω πολύ καλά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sabía perfectamente que lo que estaba haciendo era ilegal, pero eso no lo detuvo.

παρέχω υπεράριθμο προσωπικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για να ξοδέψω

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρόνος που μου έμεινε

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είχα επάρκεια, είχα αρκετά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, no podría seguir comiendo, gracias. He tenido de sobra.

άχρηστος, αχρησιμοποίητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dos hombres en una camioneta preguntaban en las casas del barrio si alguien tenía material para tirar que quisiera vender.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sobra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.