Τι σημαίνει το soportar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soportar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soportar στο ισπανικά.

Η λέξη soportar στο ισπανικά σημαίνει στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω, αντέχω, αντέχω, αντεπεξέρχομαι σε κτ, σηκώνω, αντέχω, αντέχω, αναλαμβάνω, αντέχω, ανέχομαι, υπομένω, δεν ανέχομαι, δεν υπομένω, υπομένω, αντέχω, συγκρατώ, ανέχομαι, υπομένω, αντέχω, ανέχομαι, στηρίζω, διαχειρίζομαι, αντέχω, αντέχω, αντέχω, καταπίνω, χωνεύω, ανέχομαι, αντεπεξέρχομαι σε κτ, καταπνίγω, συγκρατώ, υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, περνάω, αντέχω, υπομένω, αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω, επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως, πονάω, πονώ, υποφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soportar

στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El poste soporta el techo del edificio.
Η κολόνα στηρίζει την οροφή του κτιρίου.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El puente debe soportar el peso de los coches y de los camiones.
Η γέφυρα πρέπει να αντέχει το βάρος αυτοκινήτων και φορτηγών.

αντέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apenas si podía soportar el suspenso.
Με το ζόρι άντεχε την αγωνία.

αντεπεξέρχομαι σε κτ

(general)

Nuestra embarcación soportó la tormenta.
Η βάρκα μας κατάφερε να αντέξει την καταιγίδα.

σηκώνω

verbo transitivo (peso) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las vigas de acero pueden soportar una gran cantidad de peso.
Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Estás soportando todo este trabajo?
Πως αντέχεις με όλη αυτή τη δουλειά;

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El dolor era intenso, pero Dan lo soportó.

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los pilares y no los muros soportan todo el peso.
Τα υποστυλώματα σηκώνουν όλο το φορτίο, όχι οι τοίχοι.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo soportar más esta película, ¡es pésima!

ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No voy a tolerar tus gritos ni un segundo más. ¡Vete a la cama inmediatamente!
Δεν θα ανεχτώ άλλο την γκρίνια σου. Πήγαινε για ύπνο τώρα!

υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν ανέχομαι, δεν υπομένω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo tolerar que fume en la casa.
"Η αυθάδεια ή η κακή συμπεριφορά δεν είναι ανεκτή", είπε η δασκάλα.

υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντέχω

(dolor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam aguantó el dolor de sus músculos y pudo terminar la maratón.
Ο Άνταμ υπέμεινε τον πόνο στους μύες του και κατάφερε να τερματίσει στον μαραθώνιο.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las corrientes de aire sostenían el peso del pájaro en el aire.
Τα ρεύματα αέρα συγκρατούσαν το βάρος του πουλιού στον αέρα.

ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendrás que tolerar mi tos un ratito más.
Θα πρέπει να ανεχτείτε το βήχα μου για λίγο ακόμα.

υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντέχω, ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie no aguanta a la gente que es maleducada.
Η Μάγκυ δεν αντέχει τους ανθρώπους που είναι αγενείς.

στηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La columna sostiene el techo.
Η κολόνα στηρίζει τη στέγη.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo manejar todo este estrés ahora mismo.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No estoy segura de poder aguantar hasta el final de la jornada laboral. Puede que me duerma antes.
Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡No aguanto más! ¡Déjenme salir de aquí!
Δεν αντέχω άλλο! Άσε με να βγω από εδώ μέσα!

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tallin es una hermosa ciudad para visitar, si puedes aguantar las temperaturas bajo cero.

καταπίνω, χωνεύω

(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pueden no gustarte estos cambios, pero me temo que tendrás que tragártelos.

ανέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντεπεξέρχομαι σε κτ

Resistimos la tormenta en la cabaña.
Υπομείναμε την τρικυμία στην καμπίνα.

καταπνίγω, συγκρατώ

(figurado (palabras)) (συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tendrás que aguantarlo aunque no te guste nada.

υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es admirable la entereza con la que has soportado las circunstancias.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habiendo crecido en Rwanda, Joe tuvo que pasar por muchos tormentos para convertirse en el hombre que hoy es.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

αντέχω, υπομένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él aguantó (or: soportó) la tortura con valentía.

αναλαμβάνω τα έξοδα, πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los que pagan los impuestos pagarán el costo de la reforma del servicio de salud.

επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es la acusación la que soporta la carga de la prueba, no la defensa.

πονάω, πονώ, υποφέρω

locución verbal (ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Soportó mucha pena tras la muerte de su esposa.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soportar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.