Τι σημαίνει το swinging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης swinging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του swinging στο Αγγλικά.

Η λέξη swinging στο Αγγλικά σημαίνει κεφάτος, που κάνει swinging, swinging, ταλαντεύομαι, κούνια, στριφογύρισμα, βολή, στριφογυρίζω, ταλάντωση, ταλάντευση, σουίνγκ, αλλαγή, κάνω κούνια, παίζω ρυθμικά, απαγχονίζομαι, μεταπίπτω, ανταλλάσσω σεξουαλικούς συντρόφους, κάνω ανταλλαγές ερωτικών συντρόφων, κουνάω, κουνώ, καταφέρνω, διαχειρίζομαι, περιστρεφόμενη πόρτα, η δεκαετία του '60. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης swinging

κεφάτος

adjective (slang, figurative, dated (exciting, lively)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Want to come to a swinging party on Saturday night?
Θέλεις να έρθεις σε ένα κεφάτο πάρτι το Σάββατο το βράδυ;

που κάνει swinging

adjective (slang (uninhibited sexually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They belong to a special club for swinging couples.

swinging

noun (slang (exchange of sex partners)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Swinging won't necessarily save your relationship.

ταλαντεύομαι

intransitive verb (move back and forth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ornament swung in the breeze.
Το διακοσμητικό κινούνταν πέρα δώθε με το αεράκι.

κούνια

noun (children's playground ride)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He pushed his child in the swing.
Έσπρωχνε το παιδί του στην κούνια.

στριφογύρισμα

noun (swooping movement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With a swing of his wrist, the conductor began.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο μαέστρος σηματοδοτούσε την έναρξη του κάθε κομματιού με ένα στριφογύρισμα του καρπού του.

βολή

noun (sports: stroke)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This golfer has an elegant swing.

στριφογυρίζω

transitive verb (racket, bat) (κυκλικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player swung the tennis racket.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν ο Ποσειδώνας κράδαινε την τρίαινά του, προκαλούσε τρικυμία.

ταλάντωση, ταλάντευση

noun (oscillation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The swing of the clock pendulum marks one second.

σουίνγκ

noun (jazz style)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Swing is a style of jazz.

αλλαγή

noun (change in opinion) (γνώμης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There has been a swing in opinion since the election and polls show a sharp drop in the president's popularity.

κάνω κούνια

intransitive verb (play on a swing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To swing, lean back and forth.

παίζω ρυθμικά

intransitive verb (music: play with rhythm)

The band is swinging!

απαγχονίζομαι

intransitive verb (be hanged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The judge told the defendant he would swing.

μεταπίπτω

intransitive verb (figurative (vacillate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Opinion swings back and forth between the candidates.

ανταλλάσσω σεξουαλικούς συντρόφους, κάνω ανταλλαγές ερωτικών συντρόφων

intransitive verb (figurative, informal (exchange sexual partners)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rumour has it that the couple next door like to swing.

κουνάω, κουνώ

transitive verb (oscillate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Swing the rope from side to side.

καταφέρνω, διαχειρίζομαι

transitive verb (informal (manage as wanted)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company director managed to swing the deal to suit his business interests. You got the tickets? Brilliant; I knew you'd manage to swing it!

περιστρεφόμενη πόρτα

noun (door that swings in both directions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a large swing door at the entrance of the bar.

η δεκαετία του '60

plural noun (often capitalized (decade: 1960s)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του swinging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του swinging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.