Τι σημαίνει το tanto στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tanto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tanto στο ισπανικά.
Η λέξη tanto στο ισπανικά σημαίνει τόσο πολύ, τόσο πολύ, πόντος, τόσος, τόσο πολύ, τόσο συχνά, -, ποσότητα, πάρα πολύ, ενήμερος, χωρίς ωραιοποίηση, παρακολουθώ, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, ενήμερος, γνώστης, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, πικάντικος, κάθε λίγους, κάθε μερικούς, ενημερωμένος, την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα, όσο το δυνατό μακρύτερα, περιστασιακά, σποραδικά, εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, περιστασιακά, επομένως, άρα, συνεπώς, μερικές φορές, που και που, δεδομένου ότι, στο βαθμό που, στο μέτρο που, στο βαθμό που, στο μέτρο που, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, εφόσον, αρκεί να, προς το παρόν, προσωρινά, όλα πήγαν καλά/ρολόι, όσο το δυνατόν περισσότερο, τόσο ώστε, τόσο που, συνεπάγεται ότι, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, χρόνια και ζαμάνια, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, ρεφενές, άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου, παίρνω τα εύσημα, είμαι ενήμερος, ενημερώνω, ενημερώνω, γνωρίζω εκ των προτέρων, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, παρακολουθώ, κρατάω λογαριασμό, σημειώνω πόντους, σημειώνω σκορ, ενημερώνω, ενημερωμένος, μέσα σε όλα, ξέρω, γνωρίζω, ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ, συνεπώς, σχετικά με, εν προκειμένω, εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, κάπου κάπου, πότε πότε, ανεξαρτήτως, πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, ενημερώνω, πληροφορώ, ενημερώνω, μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει, λέω, ενημερώνω κτ για κτ, άλλος, το ίδιο, τόσο... όσο, ενημερωμένος για κτ, γνωρίζω, ενήμερος, τόσο... όσο και, που έχει αίσθηση, που έχει επίγνωση, και... και, τόσο... όσο, μπλοκάρω, τόσο... όσο και, αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ, ενημερώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tanto
τόσο πολύadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No podré evitar mojarme los zapatos con tanta agua en el suelo. Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος. |
τόσο πολύadverbio (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Quisiera que mi hermana no hablara tanto. Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ. |
πόντος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El rey vale cuatro puntos, la sota tres y la reina dos. |
τόσοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No te hemos visto durante tanto tiempo. Πάει τόσος καιρός από τότε που σε είδαμε τελευταία φορά. |
τόσο πολύadverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τόσο συχνάadverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lo hace tanto, ojalá dejara de hacerlo. |
-(irónico) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Tengo tantas ganas de ir! Και εγώ θα πάω! |
ποσότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάρα πολύadverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡Era tan adorable! |
ενήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El tratamiento conlleva ciertos riesgos, y es nuestro deber hacer que la gente esté informada antes de que den su consentimiento. |
χωρίς ωραιοποίηση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Sigues la política actual? |
που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Yo pensaba que Nathan sabía que su hija salía por ahí a beber, pero aparentemente no era consciente de ello. Νόμιζα ότι ο Νέιθαν ήξερε ότι η κόρη του έβγαινε έξω και έπινε, αλλά προφανώς δεν είχε ιδέα. |
ενήμερος, γνώστης(ser) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gobierno es consciente de la escasez de docentes y ha lanzado medidas para que más personas ingresen a la profesión. Η κυβέρνηση είναι γνώστης (or: ενήμερη) της έλλειψης δασκάλων και έχει θέσει μέτρα προκειμένου να ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να επιλέξουν το συγκεκριμένο επάγγελμα. |
λιγότερο, όχι τόσο πολύlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No es tanto lo que trabaja sino el tiempo que pasa manejando. |
πικάντικοςlocución adjetiva (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάθε λίγους, κάθε μερικούςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενημερωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
την ίδια ώρα, εκείνη την ώραlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Algunos de ellos estaban en la fiesta. Mientras tanto, sus hijos en casa estaban haciendo destrozos en la cocina. Κάποιοι από αυτούς ήταν στο πάρτι. Την ίδια ώρα, τα παιδιά τους στο σπίτι έκαναν χάλια την κουζίνα. |
όσο το δυνατό μακρύτεραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por favor, durante la visita, eviten el uso del móvil tanto como sea posible. |
περιστασιακά, σποραδικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De tanto en tanto salgo a caminar por el campo. Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο. |
εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύlocución adverbial (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Mi auto no estará listo hasta el viernes, así que mientras tanto estoy tomando el autobús para ir al trabajo. |
περιστασιακάlocución adverbial (AR) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cada tanto me entero de cosas de mis amigos del colegio. Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο. |
επομένως, άρα, συνεπώςlocución conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El alumno no entregó el trabajo de investigación final, por lo tanto obtuvo un suspenso en el curso. Ο φοιτητής δεν παρέδωσε την τελική εργασία του. Συνεπώς δεν πέρασε το μάθημα. |
μερικές φορές, που και πουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cada tanto me olvido de con quién estoy hablando y le llamo por su nombre de pila. |
δεδομένου ότιlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es cierto, y así se demostró en el tribunal. Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο. |
στο βαθμό που, στο μέτρο που
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Eran rivales en la medida en que ambos habían publicado trabajos sobre el mismo tema. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται. |
στο βαθμό που, στο μέτρο που
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ambas ideas, si acaso podemos llamarlas "ideas", son igualmente absurdas. |
ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώςlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ya sea que llueva o no, iremos al partido. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει. |
εφόσον, αρκεί να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy feliz en tanto que siempre siga saliendo el sol. Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
προς το παρόν, προσωρινάlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi auto se rompió así que mientras tanto estoy usando mi bicicleta. Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου. |
όλα πήγαν καλά/ρολόι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A pesar de que el profesor nos dijo que tendríamos problemas con la traducción, fue muy fácil para nuestro grupo. |
όσο το δυνατόν περισσότεροlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trato de hacer ejercicio todo lo posible. Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο. |
τόσο ώστε, τόσο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεπάγεται ότι(formal) |
δεν έχει σημασία, δεν πειράζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me da igual lo que digas, voy a hacer lo que quiera. Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω. |
σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te quiero tanto que no soporto estar lejos de ti. Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου. |
χρόνια και ζαμάνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Hola, Andrés! ¡Qué de tiempo! |
όπως και δήποτε, όπως + δήποτεinterjección (informal) (αργκό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρεφενές(ES, coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pagaron la cena a pachas; ella no quiso dejarle pagar todo. |
άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παίρνω τα εύσημαlocución verbal (familiar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es becario hizo el trabajo pero el profesor se apuntó el tanto. Ο ερευνητής έκανε όλη τη δουλειά αλλά ο καθηγητής πήρε τα εύσημα. Παίρνει τα εύσημα για τη δουλειά μου. |
είμαι ενήμεροςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te mantendré al tanto de lo que pase el viernes a la noche. |
ενημερώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo la mantendré al tanto de su progreso Señora Brown. Usted debería descansar. |
γνωρίζω εκ των προτέρων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sabía de antemano lo que iban a tomar en el examen de matemáticas. Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών. |
γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμεροςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Estás al tanto de los cambios recientes en la política? |
παρακολουθώ(eventos, información) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hija me escribe por correo electrónico todos los días para que yo pueda mantenerme al tanto de lo que hace. Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν. |
κρατάω λογαριασμόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σημειώνω πόντους, σημειώνω σκορlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερωμένοςlocución adverbial (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μέσα σε όλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω, γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te puedo decir; no estoy al tanto de esa información. Δεν μπορώ να σου πω γιατί δεν ξέρω αυτή την πληροφορία. |
ενημερωμένος για κτ, ενήμερος για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El rey decretó que los perros se respetaran, por eso quien haga daño a un perro será ejecutado. |
σχετικά με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εν προκειμένω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Necesitaremos el consentimiento del grupo, a esto, antes de proceder. |
εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύlocución adverbial (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Van a pasar algunos minutos antes de que hierva el agua, y mientras tanto puedes cortar las patatas. Θα πάρει λίγα λεπτά για να βράσει το νερό. Στο μεταξύ, εσύ μπορείς να κόψεις τις πατάτες. |
κάπου κάπου, πότε πότε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ανεξαρτήτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todas las personas, ya sean ricas o pobres, pueden verse afectadas por un desastre natural. |
πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Lo siento, no puedo ayudarte con eso, tengo tanto por hacer. |
όσο το δυνατόν περισσότεροlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siempre como tanto como sea posible en la cena de Acción de Gracias. Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών. |
έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando tomé el examen, era consciente de que mis padres esperaban mucho de mí. Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
ενημερώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy dispuesto a ayudar pero me tienen que poner al tanto de la situación. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ενημέρωσέ με, σε παρακαλώ, πότε θα πας στην αγορά, για να στείλω τον αδερφό μου να σε βοηθήσει. |
πληροφορώ, ενημερώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ponla al tanto de nuestra posición en este asunto y pídele su opinión al respecto. |
μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Estás al tanto de todas las noticias que llegan de Copenhague?. Μαθαίνεις όλα τα νέα από την Κοπεγχάγη; |
λέωlocución verbal (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; |
ενημερώνω κτ για κτ
|
άλλοςlocución adverbial (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Por favor, quisiera otro tanto. Θα ήθελα άλλο τόσο, παρακαλώ. |
το ίδιο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La ley debe aplicarse a los ricos y a los pobres por igual. Ο νόμος πρέπει να ισχύει το ίδιο για τους πλούσιους και για τους φτωχούς. |
τόσο... όσοlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie puede comer tanto como mi hermano. Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου! |
ενημερωμένος για κτlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είναι ενημερωμένη για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. |
γνωρίζω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενήμεροςlocución preposicional (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Es bueno que los chicos estén al tanto de la actualidad? Είναι καλό να είναι ενήμερα τα μικρά παιδιά για τις εξελίξεις; |
τόσο... όσο και
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tanto él como su hermano son zurdos. Και ο ίδιος και ο αδερφός του είναι αριστερόχειρες. |
που έχει αίσθηση(συνήθως καλό: με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Marine es una persona que se preocupa mucho por la moda. Η Μάρνι έχει αίσθηση της μόδας. |
που έχει επίγνωση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Patricia era muy consciente de la amabilidad que tenían los Jones al dejarla quedarse con ellos. Η Πατρίσια είχε επίγνωση της καλοσύνης που της έδειχναν οι Τζόουνς επιτρέποντάς της να μένει μαζί τους. |
και... και
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Es tanto guapo como alto. Είναι ψηλός και όμορφος. |
τόσο... όσο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te quiero a ti igual que a tu hermana. Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου. |
μπλοκάρω(deportes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La falla del equipo en bloquear al equipo contrario fue muy preocupante. Η αποτυχία της ομάδας να μπλοκάρει τους αντιπάλους ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική. |
τόσο... όσο και
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A ella se la admira tanto por su amabilidad como por su talento. Τη θαυμάζουν τόσο για την καλοσύνη της όσο και για το ταλέντο της. |
αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nos formamos juicios sobre la gente todo el tiempo sin ser conscientes de hacerlo. |
ενημερώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hablé por teléfono con mi hermano y me puse al día con todas las novedades y los chismes del pueblo. Τηλεφώνησα στον αδερφό μου για να ενημερωθώ για τα τελευταία νέα στο σπίτι. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tanto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tanto
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.