Τι σημαίνει το teach στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης teach στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του teach στο Αγγλικά.
Η λέξη teach στο Αγγλικά σημαίνει διδάσκω, διδάσκω, διδάσκω, διδάσκω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, δάσκαλος, δασκάλα, έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου, διδάσκω, κάνω μάθημα, δίνω ένα μάθημα, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης teach
διδάσκωintransitive verb (give instruction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When I grow up, I want to teach. Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω καθηγητής. |
διδάσκωtransitive verb (educate) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lee hopes to teach young children. Who taught you how to skate? Ποιος σου έμαθε να κάνεις σκέιτ; |
διδάσκωtransitive verb (give instruction in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian wants to teach physics. Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής. |
διδάσκω κτ σε κπtransitive verb (give instruction to [sb] in) Ben teaches high school kids French and Spanish. |
μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ(give knowledge of) The clinic teaches people about health issues. Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας. |
δάσκαλος, δασκάλαnoun (US, slang, abbreviation (teacher: term of address) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) How's it going, Teach? |
έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σουinterjection (figurative (respect [sb]'s experience) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διδάσκω, κάνω μάθημαverbal expression (literal (give a class, give instruction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's going to teach a lesson on how to solve equations today. |
δίνω ένα μάθημαverbal expression (figurative (punish and deter [sb]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The witch taught the prince a lesson by turning him into a frog. |
κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδοverbal expression (give [sb] elementary English lessons) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We decided to teach them the basics of English. |
ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιοnoun (informal conference) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του teach στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του teach
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.