Τι σημαίνει το terminar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης terminar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terminar στο πορτογαλικά.

Η λέξη terminar στο πορτογαλικά σημαίνει τελειώνω, τερματίζω, καταλήγω, τερματίζω, διακόπτω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω κάτι, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, πηγαίνω, πάω, τελειώνω, σχολάω, τελειώνω, βγαίνω, χωρίζω με, παρατάω, παρατώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, καταλήγω, ξεπετάω, κλείνω, τερματίζω, λήγω, προσγειώνομαι, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, χωρίζω, ολοκληρώνω, τελειώνω, διαλύω, σταματάω, σταματώ, έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ, παρατάω, τελειώνω μία σχέση, λήγω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, λήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, κατεβαίνω, τελειώνω, τελειώνω με κτ, συνεχίζω επ'άπειρον, χωρίζω, τελειώνω, πίνω, τρώγε και τελείωνε, φάε και τελείωνε, φάτε και τελειώνετε, πίνω όλο, παρατάω, παρατώ, έχω τελειώσει με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης terminar

τελειώνω

verbo transitivo (έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele terminará a tradução em 30 minutos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

τερματίζω

verbo transitivo (σε αγώνα δρόμου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele terminou a corrida em 35 minutos.
Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά.

καταλήγω, τερματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διακόπτω

verbo transitivo (acabar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tânia terminou de cozinhar o jantar e o serviu.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, termine logo para nós podermos ir embora.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha aula acaba meio-dia.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

τελειώνω

(relacionamento) (φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela acabou com o relacionamento deles após apenas dois meses.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

τελειώνω κάτι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ολοκληρώνομαι, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω, πάω

(concluir: bem ou mal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

τελειώνω

verbo transitivo (informar, comer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχολάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando chove, o chefe nos deixa terminar o trabalho mais cedo.
Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos terminar e ir embora.

βγαίνω

verbo transitivo (από κατάσταση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατάω, παρατώ

(informal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark está desconsolado desde que sua namorada terminou com ele.
Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você poderá terminar esse trabalho em duas horas.

ολοκληρώνω

(την πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os Yankees concluíram com vitória sobre seus adversários de Boston.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλήγω

verbo transitivo (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπετάω

verbo transitivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu terminei um ensaio político enquanto esperava ela ficar pronta.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

κλείνω, τερματίζω, λήγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσγειώνομαι

(um soco, um tiro) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O soco do boxeador acabou na mandíbula do adversário.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debbie finalizou dizendo a Ian o quanto sentia saudades dele.
Η Ντέμπι έκλεισε λέγοντας στον Ίαν πόσο πολύ της έλειπε.

χωρίζω

(relacionamento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se separou após um relacionamento de três anos.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho tanto trabalho para completar essa semana. Não sei como vou fazer tudo! Ainda tenho mais estudos para completar antes da prova.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω.

διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt e Glenda decidiram romper o noivado deles.
Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A escola para na próxima semana para as férias de verão.
Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα.

έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ

Acabei de empilhar as prateleiras, o que devo fazer a seguir?

παρατάω

(relacionamento) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω μία σχέση

(um relacionamento)

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele é muito bom em começar coisas, mas parece nunca conseguir concluir.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

verbo transitivo (κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acabe o relatório antes de ir para casa.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω

verbo transitivo (ιδέα, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O desempenho dela no teste extinguiu (or: terminou, or: acabou) com seus planos de uma carreira jurídica.

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John terminou a refeição e, depois, saiu de casa.
Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι.

ολοκληρώνω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não vai ser fácil, mas vamos chegar até o fim deste projeto.
Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

κατεβαίνω

(τέλος παραστάσεων)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A peça termina na segunda-feira.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devemos acabar com o assunto.

τελειώνω με κτ

É melhor mandar brasa agora do que deixar para o último minuto.

συνεχίζω επ'άπειρον

locução verbal (continuar indefinidamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de descobrir a infidelidade de sua namorada, ele terminou com ela.
Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε.

τελειώνω, πίνω

(sua própria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρώγε και τελείωνε, φάε και τελείωνε, φάτε και τελειώνετε

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Termine de comer! Temos um longo caminho por fazer.
Φάε και τελείωνε! Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.

πίνω όλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε.

παρατάω, παρατώ

(figurado, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry percebeu que ficava discutindo com a namorada o tempo todo, então ele a largou.
Ο Χάρυ διαπίστωσε πως μάλωνε συνέχεια με το κορίτσι του, οπότε την παράτησε.

έχω τελειώσει με κπ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois de descobrir o caso do marido, Monica decidiu terminar com ele.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terminar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.