Τι σημαίνει το therapy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης therapy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του therapy στο Αγγλικά.

Η λέξη therapy στο Αγγλικά σημαίνει θεραπεία, ψυχοθεραπεία, εναλλακτική θεραπεία, εναλλακτική θεραπεία, θεραπεία συμπεριφοράς, γνωστική συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία, γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή, ηλεκτροσπασμοθεραπεία, γονιδιακή θεραπεία, μορφολογική ψυχολογία, ομαδική θεραπεία, θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία, βοτανοθεραπεία, θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα, θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια, θεραπεία μασάζ, εργοθεραπεία, οξυγονοθεραπεία, φυσικοθεραπεία, ραδιοθεραπεία, shopping therapy, θεραπεία με ηλεκτροσοκ, λογοθεραπεία, ζώο θεραπείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης therapy

θεραπεία

noun (treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What therapies are recommended for back pain?
Ποιες θεραπείες συνιστώνται για την οσφυαλγία;

ψυχοθεραπεία

noun (informal, abbreviation (psychotherapy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's been in therapy for depression since 2000.
Κάνει ψυχοθεραπεία για να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη από το 2000.

εναλλακτική θεραπεία

noun (complementary treatment)

εναλλακτική θεραπεία

noun (therapy: non-conventional)

θεραπεία συμπεριφοράς

noun (psychology: treatment) (ψυχολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γνωστική συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία, γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία

noun (form of psychotherapy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φαρμακευτική αγωγή

noun (treatment with pharmaceuticals)

They decided to treat her cancer with an aggressive combination of radiation and drug therapy.

ηλεκτροσπασμοθεραπεία

noun (initialism (electroconvulsive therapy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γονιδιακή θεραπεία

noun (transplanting of genetic material)

μορφολογική ψυχολογία

noun (holistic psychotherapy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομαδική θεραπεία

noun (abbreviation (group psychotherapy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People with addiction problems often benefit from group therapy.

θεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία

noun (physical treatment using infrared light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βοτανοθεραπεία

noun (treatment or remedy using herbs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης

noun (medicine: menopause treatment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης

noun (colloquial, initialism (hormone replacement therapy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεραπεία με υπογλυκαιμικό κώμα

noun (historical (psychiatric treatment) (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια

noun (medical treatment given through a vein) (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intravenous therapy is the fastest and most effective way to deliver fluids and medicines to the body. Most treatment for cancer is given as intravenous therapy.

θεραπεία μασάζ

noun (treatment: body rub)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor recommended massage therapy in addition to medication for his back.

εργοθεραπεία

noun (psychology: life skills activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οξυγονοθεραπεία

noun (treatment using oxygen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσικοθεραπεία

noun (treatment using exercise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After her arm healed she had to undergo physical therapy to regain full use of it.

ραδιοθεραπεία

noun (x-rays used as treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

shopping therapy

noun (informal (shopping to improve mood) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After his girlfriend dumped him, Chaz went to the mall for some retail therapy.

θεραπεία με ηλεκτροσοκ

noun (colloquial (electroconvulsive treatment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The shock therapy did more harm than good.

λογοθεραπεία

noun (treatment for speaking disorders)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Raymond had to have speech therapy following the operation on his tongue.

ζώο θεραπείας

noun (comforts patients)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του therapy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του therapy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.