Τι σημαίνει το ticket στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ticket στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ticket στο Αγγλικά.

Η λέξη ticket στο Αγγλικά σημαίνει εισιτήριο, εισιτήριο, απόδειξη, κλήση, καρτέλα, ετικέτα, ψηφοδέλτιο, κόβω κλήση, δίνω κλήση, βάζω ετικέτα, κόβω εισιτήριο, αεροπορικό εισιτήριο, αυτόματο εκδοτήριο εισιτηρίων, ακριβός, εισιτήριο λεωφορείου, δωρεάν εισιτήριο, ηλεκτρονικό εισιτήριο, αεροπορικό εισιτήριο, δωρεάν εισιτήριο, χρυσό εισιτήριο, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, λαχείο, εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματς, χρηματοδότης, κουπόνι για γεύμα, εισιτήριο κινηματογράφου, απλό εισιτήριο, κλήση για παράνομο παρκάρισμα, αεροπορικό εισιτήριο, ακυρώνω το εισιτήριο, λαχνός, εισιτήριο επιστροφής, εισιτήριο διαρκείας, εισιτήριο διαρκείας, εισιτήριο μονής μετάβασης, κλήση, αυτό είναι, πρακτορείο εισιτηρίων, πρακτορείο εισιτηρίων, πύλη ελέγχου εισιτηρίων, εκδοτήριο εισιτηρίων, ελεγκτής εισιτηρίων, κάτοχος εισιτηρίου, θήκη εισιτηρίων, ουρά εισιτηρίων, μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων, γραφείο έκδοσης εισιτηρίων, ταμείο πώλησης εισιτηρίων, κλήση, εισιτήριο τρένου, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ticket

εισιτήριο

noun (paid admission to [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've bought two tickets for the opera.
Πήρα δύο εισιτήρια για την όπερα.

εισιτήριο

noun (for transport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Keep your ticket until you've finished your journey.
Κράτα το εισιτήριό σου μέχρι να τελειώσεις το ταξίδι σου.

απόδειξη

noun (receipt, token) (γκαρνταρόμπα, πάρκινγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Just hand in your ticket when you're ready to leave and we'll return your coat.
Απλά παρέδωσε την απόδειξή σου όταν είσαι έτοιμος να φύγεις και θα σου επιστρέψουμε το παλτό σου.

κλήση

noun (traffic violation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got a ticket for speeding.
Πήρα κλήση για υπερβολική ταχύτητα.

καρτέλα

noun (computing: support request)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you have a problem, open a ticket with our support team.

ετικέτα

noun (tag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no ticket on this suitcase to indicate the price.

ψηφοδέλτιο

noun (US (elections)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't know whether to vote for the Republican or Democratic ticket.

κόβω κλήση, δίνω κλήση

transitive verb (give a summons) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The policeman ticketed me for speeding.
Ο αστυνόμος μου έκοψε κλήση (or: έδωσε κλήση) για υπερβολική ταχύτητα

βάζω ετικέτα

transitive verb (label)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should ticket each item that you want to sell.

κόβω εισιτήριο

transitive verb (sell tickets)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once I've ticketed you, you can enter.

αεροπορικό εισιτήριο

noun (for plane travel)

Almost all airline tickets are electronic nowadays.

αυτόματο εκδοτήριο εισιτηρίων

noun (device that dispenses tickets)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You simply insert your credit card into the automatic ticket machine, make a seat selection, and out pops your airline ticket.

ακριβός

adjective (US (expensive, costly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εισιτήριο λεωφορείου

noun (ticket: bus ride)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He lost his bus ticket and ran out of money, so he had to walk home.

δωρεάν εισιτήριο

noun (free entry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Milton has given me a few complimentary tickets to see his latest show.
Ο Μίλτον μου έδωσε μερικά δωρεάν εισιτήρια για να δω την τελευταία του παράσταση.

ηλεκτρονικό εισιτήριο

noun (abbreviation (electronic ticket)

αεροπορικό εισιτήριο

noun (ticket for a plane journey)

δωρεάν εισιτήριο

noun (literal (entitlement to [sth] at no cost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've got some free tickets to the theatre – would you like to come?

χρυσό εισιτήριο

noun (figurative (key to a great opportunity) (μεταφορικά)

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

expression (figurative (exactly what is wanted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cup of tea is just the ticket right now.
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

λαχείο

noun (slip with numbers on for a draw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I buy a lottery ticket every day.

εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματς

noun (slip allowing entry to sports game)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματοδότης

noun (figurative (depending on [sb] else's income) (ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουπόνι για γεύμα

noun (voucher for meal at restaurant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εισιτήριο κινηματογράφου

noun (slip allowing entry to cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλό εισιτήριο

noun (transport: single-journey fare)

I didn't know when I would be coming back, so I bought a one-way ticket.

κλήση για παράνομο παρκάρισμα

noun (written notice of a parking violation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you let the meter run out, they're likely to give you a parking ticket.

αεροπορικό εισιτήριο

noun (entitlement to travel by aircraft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you booked your plane ticket yet? The use of paper plane tickets is declining in the age of computers.
Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών.

ακυρώνω το εισιτήριο

verbal expression (ticket: validate by perforating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Train conductors punch passengers' tickets so they're not used again.

λαχνός

noun (numbered ticket in a lottery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've lost my raffle ticket so there's no way I can win.
Έχασα το λαχνό μου και τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσω.

εισιτήριο επιστροφής

noun (entitlement to make a round trip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Would you like a single or return ticket, sir?

εισιτήριο διαρκείας

noun (ticket valid for certain period)

We have a season ticket for all the performances at our local theatre.

εισιτήριο διαρκείας

noun (US (ticket to a series of performances)

He went to every baseball game that fall because he had season tickets.

εισιτήριο μονής μετάβασης

(one-way ticket)

κλήση

noun (notice of traffic violation) (για υπερβολική ταχύτητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If I get one more speeding ticket, the state will suspend my license.

αυτό είναι

interjection (informal (that is exactly what's needed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's the ticket! Now you're sure to win the science fair.

πρακτορείο εισιτηρίων

noun (business that sells tickets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most concert venues sell through ticket agencies.

πρακτορείο εισιτηρίων

noun (business that sells tickets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ticket agent can help you arrange your trip to Asia. I'll see if the ticket agent has anything suitable.
Ένα πρακτορείο εισιτηρίων μπορεί να σε βοηθήσει να κανονίσεις το ταξίδι σου στην Ασία. Θα δω αν το πρακτορείο εισιτηρίων έχει κάτι κατάλληλο.

πύλη ελέγχου εισιτηρίων

noun (UK (gate in train station)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδοτήριο εισιτηρίων

noun (kiosk: sells tickets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ticket booth at the theater offers last-minute discounts.

ελεγκτής εισιτηρίων

noun (transport worker who checks tickets)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Stewardesses act as ticket collectors when passengers board a plane.

κάτοχος εισιτηρίου

noun ([sb] who has ticket)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ticket holders must sit in their designated seats.

θήκη εισιτηρίων

noun (container for ticket)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sarah bought a leather ticket holder.

ουρά εισιτηρίων

noun (queue for admission)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων

noun (automated ticket dispenser)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to rush and get my ticket from the ticket machine before the train left.

γραφείο έκδοσης εισιτηρίων

noun (booth or kiosk selling tickets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταμείο πώλησης εισιτηρίων

noun (kiosk where tickets are sold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλήση

noun (notice of traffic violation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εισιτήριο τρένου

noun (ticket for travel by railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Train tickets, like airline tickets, can be purchased through a travel agent.

εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών

noun (prepaid pass for public transport)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ticket στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ticket

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.