Τι σημαίνει το touring στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης touring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του touring στο Αγγλικά.
Η λέξη touring στο Αγγλικά σημαίνει τουρισμού, τουριστικός, σε περιοδεία, σε τουρνέ, περιήγηση, οργανωμένη εκδρομή, περιοδεία, περιοδεία, ταξιδεύω, εκδρομή, περιοδεία, μετάθεση, περιοδεύω, ξεναγώ, περιοδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης touring
τουρισμούadjective (car: used for tours) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) We rented a comfortable touring sedan for the road trip. |
τουριστικόςadjective (company: offers tours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's possible to get a good deal on an overseas vacation if you book with a touring company. |
σε περιοδεία, σε τουρνέadjective (performers: on tour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After earning a degree in theater, Blake was hired by a touring Shakespeare troupe. |
περιήγησηnoun (leisure travel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My parents enjoy touring with large groups when they go on vacation. |
οργανωμένη εκδρομήnoun (travel: organized) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The two-week tour had a guide and a bus. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάναμε δυο βδομάδες περιήγηση στην Κυανή Ακτή. |
περιοδείαnoun (travel: unorganized) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We went on a tour of Europe last summer. Πέρσι το καλοκαίρι κάναμε το γύρο της Ευρώπης. |
περιοδείαnoun (of house, building) (κτιρίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let me give you the tour of our house. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μας έκανε ένα γύρο του σπιτιού για να μας δείξει τους χώρους. |
ταξιδεύωtransitive verb (travel) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We toured Italy last summer. Ταξιδέψαμε σε όλη την Ιταλία πέρυσι το καλοκαίρι. |
εκδρομήnoun (travel: excursion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let's go for a tour of the port today. |
περιοδείαnoun (musicians, circus, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The band's going on tour next month. |
μετάθεσηnoun (military: duty in a place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has already done two tours in Iraq. |
περιοδεύωintransitive verb (travel by a musical, theatre group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Rolling Stones are touring this year. |
ξεναγώtransitive verb (US (lead in tour) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She toured them around her hometown. |
περιοδεύωtransitive verb (travel by a musical, theatre group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Rolling Stones toured North America last fall. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του touring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του touring
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.