Τι σημαίνει το us στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης us στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του us στο Αγγλικά.
Η λέξη us στο Αγγλικά σημαίνει μας, μας, -, μου, Ηνωμένες Πολιτείες, με το τσουβάλι, σταγόνα στον ωκεανό, ένα τσικ, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, παρά τέταρτο, από την άλλη πλευρά, σε περίμετρο, νομότυπος, νόμιμος, νόμιμα, νομότυπα, προαναφερθείς, περιορισμός, περικοπή, αφηρημένος, δωμάτιο, κατάλυμα, εφοδιάζω κπ με κτ, εξοπλισμός, παρακεταμόλη, αναγνώριση, επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής, διοικητικό κέντρο, διαφημίζομαι, διαφημίζω, διαφημίζω, αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώ, διαφημισμένος, διαφημιστική καμπάνια, ξυλουργικό σκεπάρνι, ξυλουργικό σκερπάνι, γήρανση, ολοένα και γηραιότερο, αεροδρόμιο, αεροτομή, αεροφράκτης, αεροπλάνο, ο κώδωνας του κινδύνου, albatross, παντού, για όλους, από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές, πολυτάλαντος, συνολικός, δαγκάνα, διαφορετικά, εναλλακτικά, αλουμίνιο, αλουμινένιος, αλουμινόχαρτο, υδροξείδιο αλουμινίου, αμοιβαδικός, αμοιβαδοειδής, αμηνόρροια, αμοιβάδα, μεταξύ μας, ανάμεσά μας, στην παρέα μας, αμφιθέατρο, εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψυχαναλύω, πυροστιά, αναιμικός, ασθενικός, αδύναμος, αναισθησιολόγος, αναισθησιολογία, αναισθησία, ναρκώνω, κάνω τοπική αναισθησία σε κτ, αναισθητοποιώ, αναισθησιογόνος, αντιγηραντικός, που είναι ενάντια στο απαρχάιντ, αντιβαλλιστικός, αντικαρκινικός, τέλος πάντων, τέλος πάντων, οπουδήποτε αλλού, άπνοια, εφετείο, σκωληκοειδεκτομή, κραμπλ μήλου, σάλτσα μήλου, υδατοειδές υγρό, πέργκολα, πέργολα, αρχαιολογικός, αρχαιολόγος, αρχαιολογία, πανοπλία, θωράκιση, θωράκιση, πανοπλία, με πανοπλία, διατρητικός, τεθωρακισμένο αυτοκίνητο, οπλοποιός, οπλουργός, προμηθευτής όπλων, προμηθεύτρια όπλων, πολεμικός εξοπλισμός, χειροποίητο αντικείμενο, τέχνεργο, τεχνούργημα, πλαστό αποτέλεσμα, τεχνητή γεύση, συνθετική γεύση, πρόσθετα γεύσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης us
μαςpronoun (direct object) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) He sprayed us with water while he was washing the car. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλο το νερό έπεσε σε εμάς αντί για το αυτοκίνητο που προσπαθούσε να πλύνει. |
μαςpronoun (we: indirect object) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) He is going to give us thirty dollars for doing the job. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήθελε να δώσει τριάντα δολάρια σε εμάς και πενήντα στον γιο του, και δεν το δεχτήκαμε. |
-pronoun (before gerund) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) She doesn't want us smoking in the house. Δεν θέλει να καπνίζουμε στο σπίτι. |
μουpronoun (slang (me) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Give us a hand with this, will you? I can't lift it on my own. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θύμωσες και δεν μας μιλάς! |
Ηνωμένες Πολιτείεςnoun (initialism (United States) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με το τσουβάλιadjective (figurative, informal (common) (μεταφορικά) In Hollywood, aspiring young actresses are a dime a dozen. Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι. |
σταγόνα στον ωκεανόnoun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people. Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους. |
ένα τσικexpression (figurative (very close) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The house that I bought was a hair's breadth away from the sea. |
μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μουexpression (figurative (burden: mental or emotional) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρά τέταρτοexpression (fifteen minutes before) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll meet you at a quarter till one... in the afternoon, of course. |
από την άλλη πλευράadverb (mainly UK (in the opposing direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He whirled about and saw that his girlfriend was behind him. |
σε περίμετροadverb (mainly UK (in circumference) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The lake is approximately three miles about. Η λίμνη έχει περίμετρο περίπου τρία μίλια. |
νομότυπος, νόμιμοςadjective (figurative (honest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He likes to keep his business dealings aboveboard. |
νόμιμα, νομότυπαadverb (figurative (honestly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Be assured, I always operate aboveboard. |
προαναφερθείςadjective (formal, written (cited previously) (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) The above-mentioned changes will be in effect until the end of the month. |
περιορισμόςnoun (lessening, limitation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The working group is trying to come up with an abridgement of the process. |
περικοπήnoun (law: shortening) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφηρημένοςadjective (forgetful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's so absentminded that he forgot his own birthday! Είναι τόσο αφηρημένος που ξέχασε τα ίδια του τα γενέθλια. |
δωμάτιοnoun (hotel room) (ξενοδοχείου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) What's the accommodation like at the resort? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας. |
κατάλυμαnoun (lodging) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) What kind of accommodation is available in the mountains? Τι καταλύματα υπάρχουν στο βουνό; |
εφοδιάζω κπ με κτtransitive verb (equip or furnish) |
εξοπλισμόςplural noun (accessories) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παρακεταμόληnoun (drug used for pain relief) (φαρμακευτική ουσία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναγνώρισηnoun (accepting truth) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Finding a solution will first require acknowledgement of the problem. |
επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβήςnoun (law: verification) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διοικητικό κέντροnoun (county: main town) |
διαφημίζομαιintransitive verb (promote) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you want to attract customers, social media is a great way to advertise. |
διαφημίζω(solicit via advertisement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαφημίζωtransitive verb (product: promote) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Companies often use celebrities to advertise their products. |
αναγγέλλω, κοινοποιώ, γνωστοποιώtransitive verb (fact: make known) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vera did not advertise the fact that she was ill, so her death came as a shock to everyone. |
διαφημισμένοςadjective (brought to public notice, promoted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The advertised sale brought many shoppers to the mall. |
διαφημιστική καμπάνιαnoun (marketing: promotion) The company is planning an advertising campaign for the new product. |
ξυλουργικό σκεπάρνι, ξυλουργικό σκερπάνιnoun (wood tool) |
γήρανσηnoun (process of getting old) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aging is something that no one can run away from. Από τη γήρανση δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. |
ολοένα και γηραιότεροadjective (growing old) (ηλικιακά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They are offering more training courses as part of their effort to replace an ageing workforce. Προσφέρουν περισσότερα μαθήματα κατάρτισης ως μέρος της προσπάθειάς τους να αντικαταστήσουν το γηράσκον εργατικό δυναμικό. |
αεροδρόμιοnoun (type of airport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροτομήnoun (aircraft: wing flap to give lift) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροφράκτηςnoun (pressurized chamber for divers) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αεροπλάνοnoun (aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The passengers boarded the airplane in an orderly manner. Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο με τάξη. |
ο κώδωνας του κινδύνουnoun (figurative (warning, caution) (μεταφορικά: κρούω) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) George's late arrival for our first date should have set off alarm bells that he's not a punctual person. |
albatrossnoun (golf score: 3 under par) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παντούadverb (everywhere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prices have increased all around. Οι τιμές αυξήθηκαν παντού. |
για όλουςadverb (informal (for everyone) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Joe called for drinks all around to celebrate his good news. Για να γιορτάσει τα καλά του νέα παρήγγειλε ποτά για όλους. |
από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρέςadverb (in all aspects) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) This is a better solution all round. Αυτή η λύση είναι καλύτερη από κάθε άποψη. |
πολυτάλαντοςadjective (versatile, multi-skilled) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joe has developed into an all-around player for the basketball team. Ο Τζο έχει εξελιχθεί σε πολυτάλαντο παίκτη για την ομάδα μπάσκετ. |
συνολικόςadjective (comprehensive, overall) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The school aims to provide an all-around education for its students. Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του. |
δαγκάναnoun (clamp in electrical circuit) (ηλεκτρολογικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφορετικά, εναλλακτικάadverb (alternatively) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You could always take a taxi; alternately, I can come and pick you up. |
αλουμίνιοnoun (lightweight metal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aluminum is used to make kitchen foil because it can withstand heat. |
αλουμινένιοςnoun as adjective (made of aluminum) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aluminum cans are recyclable. |
αλουμινόχαρτοnoun (silver paper) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We wrapped up our food with aluminum foil. |
υδροξείδιο αλουμινίουnoun (chemical compound) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Aluminum hydroxide is the active ingredient in many antiperspirant deodorants. |
αμοιβαδικόςadjective (relating to an amoeba) (βιολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμοιβαδοειδήςadjective (ameba-like) (βιολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμηνόρροιαnoun (lack of menstruation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμοιβάδαnoun (single-celled life form) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) An amoeba reproduces by splitting into two. |
μεταξύ μας, ανάμεσά μαςadverb (in our midst) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We laughed at the children running among us at the park. There are enemies among us. Γελάσαμε με τα παιδιά που έτρεχαν ανάμεσά μας στο πάρκο. Υπάρχουν εχθροί μεταξύ μας. |
στην παρέα μαςadverb (in our company or group) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The secret was kept among us. |
αμφιθέατροnoun (open-air arena) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many plays were performed in this ancient Roman amphitheater. |
εξετάζωtransitive verb (study closely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The students have to analyse a passage from Shakespeare for their exam. Οι μαθητές πρέπει να αναλύσουν ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ για τις εξετάσεις τους. |
ερευνώ, διερευνώ, εξετάζωtransitive verb (investigate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Investigators tried to analyze the cause of the accident. Οι αστυνομικοί ερευνητές προσπάθησαν να διερευνήσουν την αιτία του ατυχήματος. |
ψυχαναλύωtransitive verb (informal, abbreviation (psychoanalyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The therapist analyzed her patient. Η θεραπεύτρια έκανε ψυχανάλυση στον ασθενή της. |
πυροστιάnoun (log rest in a fireplace) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναιμικόςadjective (suffering from anaemia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασθενικός, αδύναμοςadjective (figurative (feeble) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναισθησιολόγοςnoun ([sb] who administers anaesthetic) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αναισθησιολογίαnoun (medicine: giving anaesthetics) (επιστήμη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναισθησίαnoun (giving of an anaesthetic) (διαδικασία, παροχή αναισθητικού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναρκώνωtransitive verb (patient: put to sleep) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The operation required that she be anaesthetized. Η εγχείριση απαιτούσε να της κάνουν νάρκωση (or: δώσουν αναισθησία). |
κάνω τοπική αναισθησία σε κτtransitive verb (body part: make numb) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This injection will anaesthetize the area around the tooth. |
αναισθητοποιώtransitive verb (figurative (desensitize to emotion) (μεταφορικά: συναισθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναισθησιογόνοςadjective (injection, effect: numbing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιγηραντικόςadjective (reduces signs of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The best anti-aging treatment is a good night's sleep. |
που είναι ενάντια στο απαρχάιντadjective (against racial segregation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nelson Mandela was a leading figure in the anti-apartheid movement. |
αντιβαλλιστικόςadjective (counters missiles) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικαρκινικόςadjective (fighting tumors) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τέλος πάντωνadverb (informal (resuming previous topic) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anyway, we eventually found a place to eat. Τέλος πάντων, τελικά βρήκαμε να φάμε κάπου. |
τέλος πάντωνadverb (signalling change of topic) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anyway, I have to leave now. Τέλος πάντων, πρέπει να φύγω τώρα. |
οπουδήποτε αλλούnoun (any other place) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I'd rather be anywhere else right now. |
άπνοιαnoun (medicine: temporarily not breathing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The baby, who was born prematurely, suffered from apnea. |
εφετείοnoun (law: court of appeal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The appellate court refused to overturn Marion's murder conviction. |
σκωληκοειδεκτομήnoun (surgery to remove appendix) (χειρουργική επέμβαση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κραμπλ μήλουnoun (baked apple dessert) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I prefer apple crisp to apple pie because I really don't care for pastry crusts. |
σάλτσα μήλουnoun (sweetened stewed apples) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Roast pork is traditionally served with applesauce. |
υδατοειδές υγρόnoun (fluid in eye) (ιατρική: οφθαλμός) Aqueous humour is the fluid which helps the lens of the eye maintain its shape. |
πέργκολα, πέργολαnoun (structure that supports plants) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There were lime trees growing over the arbor. |
αρχαιολογικόςadjective (relating to archeology) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The archeological dig has unearthed a number of treasures from the Roman era. |
αρχαιολόγοςnoun (person who studies historical ruins) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) A team of archeologists uncovered the ruins of a Mayan city. |
αρχαιολογίαnoun (study of historical ruins) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Archeology is a slow process but it is far from boring. |
πανοπλίαnoun (hard combat gear) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the Middle Ages, knights wore armor when they competed in jousting tournaments. |
θωράκισηnoun (reinforcement on military vehicle) (στρατιωτικού οχήματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A local factory manufactures armor for military vehicles. |
θωράκισηnoun (plant, insect: carapace) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Some species of plants have protective hairs on the leaves and stems that act as armor. |
πανοπλίαnoun (metal protection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με πανοπλίαadjective (wearing metal suit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διατρητικόςadjective (can penetrate through armor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τεθωρακισμένο αυτοκίνητοnoun (reinforced vehicle) Brinks company sends its agents in armored cars to collect money from the banks. |
οπλοποιόςnoun (person who makes weapons) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
οπλουργόςnoun (military official: issues arms) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Returning soldiers give their assigned weapons back to the unit armorer. |
προμηθευτής όπλων, προμηθεύτρια όπλωνnoun (supplier of weapons) She was detained because she was thought to be the armourer for the gang. |
πολεμικός εξοπλισμόςnoun (arsenal, weapons store) When a cache of explosives caught fire, the entire armory was engulfed in flames. |
χειροποίητο αντικείμενοnoun (man-made object) Bronze artefacts including pots and swords were unearthed at the site. |
τέχνεργο, τεχνούργημαnoun (ancient object) (αρχαιολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The museum houses the world's largest collection of Mayan artifacts. |
πλαστό αποτέλεσμαnoun (science: spurious result) |
τεχνητή γεύση, συνθετική γεύσηnoun (synthetic taste) Many brands of "fruit" juice use artificial flavors. |
πρόσθετα γεύσηςplural noun (synthetic taste ingredients) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The drink is made exclusively from whole fruit and contains no artificial flavourings. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του us στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του us
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.