Τι σημαίνει το vara στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vara στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vara στο ισπανικά.
Η λέξη vara στο ισπανικά σημαίνει ραβδί, βίτσα, βέργα, ράβδος, βίτσα, βέργα, βέργα, βίτσα, ολκός, βαρελοσάνιδο, ραβδί, καλάμι, κοντάρι, ραβδί, ραβδί, βίτσα, κοντάρι, ραβδί, πράγματα, ξεβράζομαι, παρατάω, προσαράζω, προσαράσσω, μέτρο σύγκρισης, ραβδοσκόπος, χάρακας, ράβδος μέτρησης, κοπανάω τα ίδια και τα ίδια, σολιδάγο, ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο, ξύλο με τη βίτσα, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vara
ραβδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack usó una vara de madera para bajar la pelota del árbol. Ο Τζακ χρησιμοποίησε μια ξύλινη βέργα για να κατεβάσει τη μπάλα από το δέντρο. |
βίτσα, βέργα, ράβδος(για τιμωρία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los niños normalmente se comportaban cuando se los amenazaba con la vara. Τα παιδιά συνήθως συμπεριφέρονται σωστά όταν έρχονται αντιμέτωπα με την απειλή της βίτσας. |
βίτσα, βέργαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A los niños que se portaban mal les pegaban con la vara en la escuela. Παλαιότερα, έδερναν τα άτακτα παιδιά με βίτσα (or: βέργα) στο σχολείο. |
βέργα, βίτσαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su padre le pegó con una vara por haberlo desobedecido. |
ολκόςnombre femenino (τρομπόνι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El trombón puede tener válvulas o varas para cambiar de tono. |
βαρελοσάνιδο(ξυλουργική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El carpintero unió las varas para hacer un barril. Ο ξυλουργός τοποθέτησε τα βαρελοσάνιδα το ένα δίπλα στο άλλο, για να φτιάξει ένα βαρέλι. |
ραβδίnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El maestro marcó cada sílaba con una vara, al tiempo que leía las palabras en voz alta. |
καλάμιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοντάρι, ραβδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Natalia usó un palo para sacar la pelota del árbol. Η Νάταλι χρησιμοποίησε ένα ραβδί για να ξεκολλήσει την μπάλα από το δέντρο. |
ραβδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El senderista caminaba con la ayuda de un bastón largo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο παππούς μου περπατούσε με μπαστούνι. |
βίτσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Antaño los profesores tenían una palmeta en el aula para impartir disciplina. Τον παλιό καιρό, οι δάσκαλοι είχαν μια βίτσα στην τάξη για πειθαρχία. |
κοντάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los Smith pusieron un poste con una bandera en su jardín. Οι Σμιθ έστησαν έναν ψηλό στύλο στον κήπο τους και του έβαλαν μια σημαία. |
ραβδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El anciano caminaba con un bastón. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι Γιορούμπα χρησιμοποιούν ένα μαγικό ραβδί σε ορισμένα τελετουργικά. |
πράγματα(vulgar) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Agarra tus mierdas para poder irnos. |
ξεβράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ballena encalló en la costa de Cornualles debido a su deshidratación. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η φάλαινα ξεβράστηκε στις ακτές της Κορνουάλης. |
παρατάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom se marchó conduciendo y dejó a Ian abandonado en medio de la nada. Ο Τομ έφυγε με το αυτοκίνητο αφήνοντας τον Ίαν στη μέση του πουθενά. |
προσαράζω, προσαράσσωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El barco encalló (or: varó) en un banco de arena. |
μέτρο σύγκρισης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La universidad usa los exámenes como referencia para medir el progreso de los estudiantes. |
ραβδοσκόπος(συσκευή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χάρακας, ράβδος μέτρησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοπανάω τα ίδια και τα ίδια(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σολιδάγο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El castigo con palmeta era normal si te portabas mal en la escuela. Το ξύλο με τη βίτσα ήταν παλιά η συνήθης τιμωρία για την κακή συμπεριφορά στο σχολείο. |
ξύλο με τη βίτσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A William lo castigaron con la palmeta por saltarse la clase. Τον Ουίλλιαμ τον έδειραν με τη βίτσα ως τιμωρία επειδή έκανε κοπάνα από το μάθημα. |
δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα(κάποιον άλλον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durante su tiempo de pupilo en 1940, a menudo el director lo golpeaba con una vara. Κατά την παραμονή του στο οικοτροφείο τη δεκαετία του 1940, ο διευθυντής τον έδερνε με τη βέργα συχνά. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vara στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vara
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.