Τι σημαίνει το viajar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης viajar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του viajar στο ισπανικά.
Η λέξη viajar στο ισπανικά σημαίνει ταξιδεύω, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, κινούμαι, ταξίδι, ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, φτιάχνομαι, μαστουρώνω, ταξιδεύω, καλύπτω απόσταση, ταξίδι με σακίδιο πλάτης, επιθυμία για ταξίδια, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, αεροπορικό ταξίδι, πηγαινοέρχομαι, πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό, ταξιδεύω στο εξωτερικό, ταξιδεύω, ταξιδεύω ως λαθρεπιβάτης, διασχίζω, περνώ, πηγαίνω προς, πηγαίνω σε, μαστουρώνω με κτ, φτιάχνομαι με κτ, πηγαινοέρχομαι, είμαι τζαμπατζής, ταξιδεύω με λεωφορείο, που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια, κουρασμένος από το ταξίδι, ταξιδεύω με τροχόσπιτο, πετάω με υδροπλάνο, ταξιδεύω με βάρκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης viajar
ταξιδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me encanta viajar. Μου αρέσει να ταξιδεύω. |
προχωράω, προχωρώ, κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los camiones viajaban a lo largo de la carretera. Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου. |
κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sonido viaja lejos en el cañón. Ο ήχος ταξιδεύει μακριά στο φαράγγι. |
ταξίδιverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dicen que viajar abre la mente. Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας. |
ταξιδεύω
|
κάνω ένα ταξίδιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El año pasado, se dedicó a viajar y conocer nuevas culturas. |
ταξιδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mis primos van a viajar por la costa. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Viajamos por las montañas de West Virginia. |
ταξιδεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él viajó a través del bosque hasta las ruinas mayas. |
φτιάχνομαι, μαστουρώνω(ναρκωτικά, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puedes drogarte inhalando pegamento, pero probablemente te matará. |
ταξιδεύω(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ayer París, Sydney la semana que viene, ¡realmente te mueves, eh! |
καλύπτω απόσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Recorrimos 30 km hoy en nuestras bicicletas. Σήμερα, κάναμε 30 χιλιομέτρα με τα ποδήλατά μας. |
ταξίδι με σακίδιο πλάτης(CL, Méx., CO, PE, VE, coloq) (για νεαρούς τουρίστες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mochilear es la manera más barata de viajar. Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς. |
επιθυμία για ταξίδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Beth se fue de crucero a dar la vuelta al mundo para satisfacer su espíritu viajero. Η Μπεθ έκανε μια κρουαζιέρα σε όλον τον κόσμο για να ικανοποιήσει την επιθυμία της για ταξίδια. |
ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αεροπορικό ταξίδιlocución verbal Hoy día, viajar en avión no despierta el asombro de hace cincuenta años. |
πηγαινοέρχομαιlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ahora trabajo desde casa así que ya no tengo que viajar diariamente al trabajo. Δουλεύω απ' το σπίτι τώρα, οπότε δε χρειάζεται πια να πηγαινοέρχομαι. |
πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stavros está planeando viajar al extranjero por primera vez en su vida. Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του. |
ταξιδεύω στο εξωτερικόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδεύωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Definitivamente viajo con frecuencia en mi trabajo. Este año viajé a Corea, Australia y Sudáfrica. Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. |
ταξιδεύω ως λαθρεπιβάτηςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Llegaron al país viajando de polizón en un barco de pasajeros. |
διασχίζω, περνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si viajas a través del desierto debes llevar gran cantidad de agua. |
πηγαίνω προς, πηγαίνω σε
|
μαστουρώνω με κτ, φτιάχνομαι με κτ(αργκό) Aaron se drogó con cocaína. |
πηγαινοέρχομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como vive en los suburbios, tiene que viajar al trabajo en la ciudad. Καθώς ζει στα προάστια πρέπει να πηγαινοέρχεται στην πόλη για τη δουλειά της. |
είμαι τζαμπατζήςlocución verbal (άντρας) |
ταξιδεύω με λεωφορείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Viajamos en autobús hasta el pueblo para ir al concierto. Πήγαμε με λεωφορείο στην πόλη για τη συναυλία. |
που τον έχουν κουράσει τα ταξίδιαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουρασμένος από το ταξίδιlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ταξιδεύω με τροχόσπιτοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Viajemos al concierto en una casa rodante para que ninguno se pierda. |
πετάω με υδροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδεύω με βάρκα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του viajar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του viajar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.