Τι σημαίνει το walking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης walking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του walking στο Αγγλικά.

Η λέξη walking στο Αγγλικά σημαίνει περπάτημα, περπάτημα, πεζός, βάδην, περπατάω, περπατώ, βόλτα, βηματίζω, βγάζω βόλτα, βοηθώ, συνοδεύω, σέρνω, σύρω, ελεύθερο περπάτημα προς τη βάση, βγαίνω, πορεύομαι, κάνω βήματα, καταστροφή, δίνω πόδι σε κπ, φυλιίδα, φασματώδες, κοντινή απόσταση, μαγκούρα, φασματώδες έντομο, περιπατητική ξενάγηση, πι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης walking

περπάτημα

noun (travelling on foot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Walking saves you money on bus fares or petrol and it's good exercise too.
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

περπάτημα

noun (hiking, trekking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wendy goes walking every weekend.
Η Γουέντι πηγαίνει για περπάτημα κάθε σαββατοκύριακο.

πεζός

adjective (travelling on foot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The walking man strode along the street.

βάδην

noun (sport) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περπατάω, περπατώ

intransitive verb (travel on foot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Would you like to ride or walk?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

βόλτα

noun (activity, stroll)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They go for a walk each night after dinner.
Πηγαίνουν περίπατο κάθε βράδυ μετά το φαγητό.

βηματίζω

transitive verb (pace)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She walked the floor, worrying about what was going to happen.

βγάζω βόλτα

transitive verb (dog: take for a walk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jay needs to walk his dog.
Ο Τζέι πρέπει να βγάλει βόλτα το σκύλο του.

βοηθώ

transitive verb (help [sb] to walk) (διευκολύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Boy Scout walked the elderly man across the street.
Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο.

συνοδεύω

transitive verb (accompany on foot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to walk my mother to the shop.
Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί.

σέρνω, σύρω

transitive verb (move by rocking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's walk the heavy bookshelf across the room instead of carrying it.

ελεύθερο περπάτημα προς τη βάση

noun (baseball: going to first base on balls) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω

intransitive verb (appear alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ghosts walk by night.

πορεύομαι

intransitive verb (go, conduct yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prophet taught us to walk in peace.

κάνω βήματα

intransitive verb (basketball: move illegally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The basketball player was going to score, but he walked.

καταστροφή

noun (figurative, informal, humorous (clumsy or unfortunate person) (μεταφορικά: για άτομο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

δίνω πόδι σε κπ

verbal expression (US, slang (termination of employment) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

After Smith's plan went badly wrong his boss gave him his walking papers.

φυλιίδα

noun (insect) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φασματώδες

noun (very slender insect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοντινή απόσταση

noun (distance that can easily be walked)

μαγκούρα

noun (cane used as aid to walking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Because of his limp, Mr. Williams always used a walking stick.

φασματώδες έντομο

noun (US, colloquial (insect: resembles a stick) (τάξη εντόμου)

περιπατητική ξενάγηση

noun (guided tour on foot)

πι

noun (® (mobility aid) (καθομ: για περπάτημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My uncle uses a Zimmer frame because he has trouble walking.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του walking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του walking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.