Τι σημαίνει το wood στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wood στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wood στο Αγγλικά.

Η λέξη wood στο Αγγλικά σημαίνει ξύλο, ξύλινος, δάσος, ξύλο, ξύλα, ξύλινα πνευστά, μπαστούνι με ξύλινη κεφαλή, κάβλα, καύλα, του δάσους, για ξύλο, ξύλο μπάλσα, υάκινθος, ξύλο διατηρημένο σε τυρφώνα, χουχουριστής, κέδρος, ξύλο κερασιάς, τεμαχιστής, σκούρο ξύλο, σκουρόχρωμο ξύλο, νερά, χτύπα ξύλο, μπαστούνι με μεταλλική κεφαλή, πευκοδάσος, πεύκο, φάσσα, κατάλοιπα ξύλου, υπολείµµατα ξύλου, ξερά ξύλα, βαμμένο ξύλο, ξυλογλυπτική, ξυλόγλυπτο, ξύλινη κατασκευή, πάπια Καρολίνας, αφτί του Ιούδα, ξυλότορνος, φάσσα, στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα, ξυλοπολτός, ξυλόβιδα, ροκανίδι, πριονίδι, σχιστόπλακα, τεμαχιστής ξύλου, ξυλόφουρνος, τορναδόρος ξύλου, ξυλόσομπα, με ξύλα, ξύλινο καλούπι, ξυλογλύπτης, ξυλογλύπτρια, έκταση για φύτεμα δέντρων, γουρουνάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wood

ξύλο

noun (uncountable (tree fibre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is this plastic or wood?
Είναι πλαστικό ή ξύλο;

ξύλινος

noun as adjective (wooden: made of wood)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some houses have wood panelling.
Μερικά σπίτια έχουν ξύλινη επένδυση.

δάσος

noun (UK, often plural (small forest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They lived in a cottage at the edge of a wood.
Ζούσαν σε μια αγροικία στην άκρη του δάσους.

ξύλο

noun (uncountable (lumber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Houses in the US are usually built of wood.

ξύλα

noun (uncountable (firewood)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do we have enough wood to get through the winter?

ξύλινα πνευστά

noun (woodwind instrument) (μουσικά όργανα)

The woods were drowned out by the sound of the trumpets.

μπαστούνι με ξύλινη κεφαλή

noun (golf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This shot calls for a wood, not an iron.

κάβλα, καύλα

noun (slang, figurative (erection) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I get wood just thinking about you.

του δάσους

noun as adjective (living in woods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The wood owl is quite a sight to see.

για ξύλο

noun as adjective (used to work with wood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can use a wood plane to smooth this area here.

ξύλο μπάλσα

noun (lightweight wood)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He enjoys building model planes out of balsa.
Του αρέσει να φτιάχνει μοντέλα αεροπλάνων από μπάλσα.

υάκινθος

noun (woodland bellflower)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are bluebells all over the woodland floor.

ξύλο διατηρημένο σε τυρφώνα

noun (wood preserved in peat bog)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χουχουριστής

noun (nocturnal bird of prey) (κουκουβάγια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κέδρος

noun (wood of cedar tree) (ξύλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joe discovered a large chest made of cedar in the attic.

ξύλο κερασιάς

noun (wood of the cherry tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used to have a cherry-wood guitar that not only looked beautiful but also had a lovely sound.

τεμαχιστής

noun (machine for grinding wood)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Be careful not to get your hands close to the blade of the chipper.

σκούρο ξύλο, σκουρόχρωμο ξύλο

noun (wood of dark brown colour)

Mahogany is a dark wood.

νερά

noun (uncountable (wood: pattern of fibers) (μεταφορικά: του ξύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The wood grain in the oak table was beautiful.
Τα νερά του ξύλου στο τραπέζι από βελανιδιά ήταν όμορφα.

χτύπα ξύλο

expression (said in order to avoid bad luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαστούνι με μεταλλική κεφαλή

noun (golf club: driver with metal head) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πευκοδάσος

noun (forest: mostly pine trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεύκο

noun (wood of a conifer) (το ξύλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φάσσα

noun (Eurasian pigeon) (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάλοιπα ξύλου, υπολείµµατα ξύλου

noun (pieces of discarded wood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερά ξύλα

noun (air-dried lumber) (για σόμπες, τζάκι)

βαμμένο ξύλο

noun (wood treated with colourant)

ξυλογλυπτική

noun (making sculptures from wood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My husband took a wood carving class in high school.

ξυλόγλυπτο

noun (object sculpted from wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a lovely wood carving to take home as a souvenir. When I was in camp I made a wood carving with my name in it.
Αγόρασα ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο για να το πάω σπίτι σαν ενθύμιο. Όταν ήμουν κατασκήνωση, έκανα ένα ξυλόγλυπτο με το όνομά μου επάνω.

ξύλινη κατασκευή

noun (fact of being built from wood)

πάπια Καρολίνας

noun (variety of North American wading bird)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφτί του Ιούδα

noun (variety of edible fungus) (είδος βρώσιμου μανιταριού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξυλότορνος

noun (machine for turning wood)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φάσσα

noun (European bird) (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα

noun (heap of logs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξυλοπολτός

(treated wood)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξυλόβιδα

(type of screw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροκανίδι, πριονίδι

noun (tiny thin cut piece of wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχιστόπλακα

noun (wooden roof tile) (ξύλινο κεραμίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεμαχιστής ξύλου

noun (wood-chipping machine) (μηχάνημα υλοτομίας)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξυλόφουρνος

noun (cooker: fuelled by wood)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τορναδόρος ξύλου

noun (lathe operator)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξυλόσομπα

noun (cooker: fueled by wood) (με δυνατότητα μαγειρέματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με ξύλα

adjective (heated in a wood kiln)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ξύλινο καλούπι

noun (block of wood for printing) (για εκτυπώσεις)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξυλογλύπτης, ξυλογλύπτρια

noun (craftsperson who sculpts wood)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

έκταση για φύτεμα δέντρων

noun (US (area for planting trees) (με χρηστικό σκοπό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γουρουνάκι

noun (crustacean) (μτφ: είδος εντόμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wood στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wood

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.