Τι σημαίνει το acabado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acabado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acabado στο ισπανικά.

Η λέξη acabado στο ισπανικά σημαίνει φινίρισμα, υλικό φινιρίσματος, που έχει τελειώσει, φινίρισμα επιφάνειας, τελειώνω, τελειώνω, λήγω, τελειωμένος, -, είμαι παρελθόν, τελειώνω, -, γυάλισμα, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, παλιός, πολυκαιρισμένος, τελειωμένος, κομμάτια, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, που έχει πεθάνει, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τα παρατάω, φτάνω σε οργασμό, τελειώνω το φαγητό μου, καταλήγω, καταλήγω, τελειώνω, έρχομαι, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, χύνω, λήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, πηγαίνω, πάω, καταλήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, εξαντλώ, λήγω, φτάνω σε οργασμό, εξαντλώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, χύνω, σταματάω, σταματώ, προκύπτω, αφαιρώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, ξεπετάω, -, καταλήγω, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, καταλήγω να κάνω κτ, τελειώνω, τελειώνω, καταλήγω, φινίρω, φωτοφίνις, κάνω ματ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acabado

φινίρισμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mesa se ve bien con el nuevo acabado en cerezo.
Το τραπέζι φαίνεται ωραίο με το νέο φινίρισμα κερασιάς.

υλικό φινιρίσματος

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Compraste en la tienda otra lata de acabado caoba?

που έχει τελειώσει

participio pasado

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo cocinar filete Stroganoff esta noche porque se han acabado los champiñones.

φινίρισμα επιφάνειας

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes elegir entre acabado mate o brillo.

τελειώνω

adjetivo (για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La relación de Robert y Hannah está acabada.
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

τελειώνω, λήγω

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Te devolveré el trabajo antes de que la semana haya acabado.
Θα σου επιστρέψω αυτή τη δουλειά πριν τελειώσει (or: λήξει) η εβδομάδα.

τελειωμένος

adjetivo (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Estaba acabado! Nadie lo iba a contratar después del escándalo.
Ήταν τελειωμένος! Κανείς δεν θα τον προσλάμβανε μετά το σκάνδαλο.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se ha acabado el tiempo. Por favor denme sus respuestas ahora.
Τέλειωσε ο χρόνος. Παρακαλώ δώστε μου τις απαντήσεις σας τώρα.

είμαι παρελθόν

adjetivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hubo un tiempo en que confié en él, pero ese tiempo ha acabado.
Μια φορά θα τον εμπιστευόμουν, αλλά αυτό είναι παρελθόν.

τελειώνω

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pintura roja se ha acabado y no queda mucha azul.
Η κόκκινη μπογιά τελείωσε, και δεν έχει μείνει και πολύ μπλε.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Hemos acabado tres informes, nos falta sólo uno.
Έχουμε τελειώσει τρεις εργασίες, μένει άλλη μία!

γυάλισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ολοκληρωμένος, τελειωμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Aquí es donde se embarcan los productos terminados.

παλιός, πολυκαιρισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El sofá se ve muy destartalado. Necesitamos uno nuevo.

τελειωμένος

adjetivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Con tantas deudas, el negocio estaba arruinado.

κομμάτια

(figurado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Estoy muerto, me voy directo a la cama.

που τελείωσε, που εξαντλήθηκε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La harina fue usada anoche cuando hicimos pan.

που έχει πεθάνει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La industria minera en este país está muerta y olvidada.

ολοκληρωμένος, τελειωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¿Está completo (or: acabado) el proyecto o aún sigue adelante?
Είναι ολοκληρωμένο (or: τελειωμένο) αυτό το έργο, ή συνεχίζεται ακόμα;

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi clase termina al mediodía.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

τελειώνω

(έργο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él terminará la traducción en los próximos 30 minutos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella acabó (or: terminó) los cereales y tuvo que abrir otra caja.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

τελειώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor termina (or: acaba) para que nos podamos ir.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

τα παρατάω

verbo transitivo (PR) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω σε οργασμό

verbo intransitivo (AR, coloqual)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Algunas personas se vuelven tan adictas a la pornografía que no pueden acabar sin ella.

τελειώνω το φαγητό μου

(comida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si acabas rápido tendremos más tiempo para jugar.
Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Si sigues llegando tarde al trabajo acabarás desempleado!

καταλήγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si no preguntamos por dónde se va, acabaremos completamente perdidos.
Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι.

τελειώνω, έρχομαι

(AR, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ellos acabaron al mismo tiempo gritando de placer.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χύνω

(ES: coloquial) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El hombre exclamó que iba a correrse.
Ο άνδρας φώναξε πως θα έχυνε.

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

(κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Termina el informe antes de irte.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω, πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pronóstico es bueno, pero aún es muy temprano para saber cómo terminará todo.
Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει.

καταλήγω

(resultar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si seguimos yendo por este camino, terminaremos perdidos.
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam siempre está haciendo planes, pero nunca completa ninguno.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo había agotado sus reservas de leña y ahora todos tenían frío.
Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.

λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω σε οργασμό

(ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me cuesta mucho correrme cuando tenemos sexo en la posición del misionero.
Μου παίρνει ώρα να φτάσω σε οργασμό όταν κάνουμε έρωτα στην ιεραποστολική στάση.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dos hombres habían agotado los temas de conversación, así que se sentaron en silencio.
Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buen gerente se asegura de que su equipo pueda completar los proyectos.

χύνω

(AmL: coloquial) (χυδαίο, καθομ, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de tocarse por un minuto, el adolescente se vino.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily siempre se está quejando de su novio, ¡nunca para!
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

προκύπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sus mentiras fueron la causa de su despido y de toda la situación en la que resultó.
Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El asesino se cobró muchas vidas.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías ser capaz de terminar este trabajo en dos horas.

ξεπετάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminé con un ensayo de política mientras la esperaba.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cuando la canción acabe, pon otro CD.
Όταν τελειώσει το τραγούδι, βάλε ένα άλλο CD.

καταλήγω

verbo intransitivo (σε κάποιο αποτέλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Dónde acabará todo esto?
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;

έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él es muy bueno para comenzar las cosas, pero nunca parece acabar lo que empieza.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminaré (or: finalizaré) la pintura para el viernes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminaron la conferencia pasada la tarde.

καταλήγω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si no consigo un trabajo pronto, terminaré pidiendo limosna en la calle.
Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο.

τελειώνω

verbo transitivo (φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella terminó su relación al cabo de solo dos meses.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes hacer estas fotocopias por mí? Y cuando termines con eso, avísame y te encontraré algo más que hacer.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Queríamos ir a Brighton, pero fuimos a parar a Hastings.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς.

φινίρω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora que hemos construido la silla, tenemos que darle acabado con un tinte color cereza.

φωτοφίνις

κάνω ματ

locución verbal

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acabado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.