Τι σημαίνει το acabar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης acabar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acabar στο ισπανικά.
Η λέξη acabar στο ισπανικά σημαίνει καταλήγω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, καταλήγω, τα παρατάω, φτάνω σε οργασμό, τελειώνω το φαγητό μου, καταλήγω, καταλήγω, τελειώνω, έρχομαι, ξεπετάω, -, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, χύνω, λήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, πηγαίνω, πάω, καταλήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, εξαντλώ, λήγω, φτάνω σε οργασμό, εξαντλώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, χύνω, σταματάω, σταματώ, προκύπτω, αφαιρώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, καταλήγω να κάνω κτ, τελειώνω, βάζω ένα τέλος σε κτ, τελειώνω, καταλήγω σε, βάζω τέλος, αποτελειώνω, σκοτώνω, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, συντρίβω, καταστρέφω, αδειάζω, καταλήγω στα παλιοσίδερα, είμαι υποχείριο, ξεριζώνω το κακό, πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό, βάζω τέλος σε κάτι, τελειώνω κάτι, ποτέ δε σταματώ, χωρίζω, τελειώνω, πίνω, καταλήγω, ξεπατώνω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, ξεκάνω, βγάζω από την μέση, εξολοθρεύω, εξοντώνω, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, ανεκπλήρωτος, ανικανοποίητος, μόλις, τελειώνω με, τσακώνω, πιάνω, καταστρέφω, μόλις, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, τελειώνω, έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ, φτιάχνω, πάω καλά, έχω άσχημη κατάληξη, έχω άσχημο τέλος, διαλύω, κατατροπώνω, ξεκάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης acabar
καταλήγωverbo intransitivo (σε κάποιο αποτέλεσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Dónde acabará todo esto? Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; |
τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi clase termina al mediodía. Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι. |
τελειώνω(έργο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él terminará la traducción en los próximos 30 minutos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella acabó (or: terminó) los cereales y tuvo que abrir otra caja. Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο. |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor termina (or: acaba) para que nos podamos ir. Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε. |
τελειώνωverbo transitivo (φέρνω σε τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella terminó su relación al cabo de solo dos meses. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Queríamos ir a Brighton, pero fuimos a parar a Hastings. Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς. |
τα παρατάωverbo transitivo (PR) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτάνω σε οργασμόverbo intransitivo (AR, coloqual) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Algunas personas se vuelven tan adictas a la pornografía que no pueden acabar sin ella. |
τελειώνω το φαγητό μου(comida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si acabas rápido tendremos más tiempo para jugar. Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Si sigues llegando tarde al trabajo acabarás desempleado! |
καταλήγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si no preguntamos por dónde se va, acabaremos completamente perdidos. Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι. |
τελειώνω, έρχομαι(AR, coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ellos acabaron al mismo tiempo gritando de placer. |
ξεπετάωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminé con un ensayo de política mientras la esperaba. Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cuando la canción acabe, pon otro CD. Όταν τελειώσει το τραγούδι, βάλε ένα άλλο CD. |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χύνω(ES: coloquial) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El hombre exclamó que iba a correrse. Ο άνδρας φώναξε πως θα έχυνε. |
λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω(κάτι που ήταν στη μέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Termina el informe antes de irte. Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγαίνω, πάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pronóstico es bueno, pero aún es muy temprano para saber cómo terminará todo. Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει. |
καταλήγω(resultar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si seguimos yendo por este camino, terminaremos perdidos. Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sam siempre está haciendo planes, pero nunca completa ninguno. |
εξαντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo había agotado sus reservas de leña y ahora todos tenían frío. Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν. |
λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω σε οργασμό(ES, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me cuesta mucho correrme cuando tenemos sexo en la posición del misionero. Μου παίρνει ώρα να φτάσω σε οργασμό όταν κάνουμε έρωτα στην ιεραποστολική στάση. |
εξαντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los dos hombres habían agotado los temas de conversación, así que se sentaron en silencio. Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un buen gerente se asegura de que su equipo pueda completar los proyectos. |
χύνω(AmL: coloquial) (χυδαίο, καθομ, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de tocarse por un minuto, el adolescente se vino. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emily siempre se está quejando de su novio, ¡nunca para! Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ! |
προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus mentiras fueron la causa de su despido y de toda la situación en la que resultó. Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε. |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El asesino se cobró muchas vidas. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías ser capaz de terminar este trabajo en dos horas. |
έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él es muy bueno para comenzar las cosas, pero nunca parece acabar lo que empieza. Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας). |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminaré (or: finalizaré) la pintura para el viernes. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminaron la conferencia pasada la tarde. |
καταλήγω να κάνω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no consigo un trabajo pronto, terminaré pidiendo limosna en la calle. Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes hacer estas fotocopias por mí? Y cuando termines con eso, avísame y te encontraré algo más que hacer. |
βάζω ένα τέλος σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La caída le puso fin a su carrera de esquiadora. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania terminó de cocinar la cena y la sirvió. |
καταλήγω σε
|
βάζω τέλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La lluvia acabó con nuestros planes de jugar al tenis. Η βροχή έθεσε τέρμα στα σχέδιά μας να παίξουμε τένις. |
αποτελειώνω, σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Si al menos Dios acabara con el que hizo esto! |
εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los curas de la Inquisición Española pretendían aniquilar toda herejía. Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση. |
εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω(ιδέα, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su desempeño en el examen extinguió todos sus planes de una carrera legal. |
συντρίβω, καταστρέφω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los rumores demolieron la reputación de Andrew. |
αδειάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos terminamos toda la botella de vino tinto. |
καταλήγω στα παλιοσίδερα(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι υποχείριοlocución verbal (κάποιου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ξεριζώνω το κακόlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra de segundo grado consideraba que era su deber acabar con las malas influencias entre los alumnos. |
πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό(μεταφορικά) La hermana de Darryl le dijo que aquello de enamorarse de la madre de su amigo acabaría mal. |
βάζω τέλος σε κάτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τελειώνω κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποτέ δε σταματώlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La idiotez del locutor es de nunca acabar. |
χωρίζωlocución verbal (relación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando descubrió que su novia le había sido infiel cortó con ella. Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε. |
τελειώνω, πίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Apura el trago, que nos tenemos que ir! |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Confiaba en que cogiendo el metro terminaría en el centro de París. Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού. |
ξεπατώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι απόlocución verbal (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para mejorar la calidad general de nuestra leche, quisimos acabar con el uso de antibióticos en nuestras vacas. Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας. |
φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ(μεταφορικά) El jugador negó que tuviera alguna intención de acabar con su contrato. Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο. |
ξεκάνω, βγάζω από την μέσηlocución verbal (coloquial) (αργκό, σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mafia hizo que acabaran con el chivato. Η μαφία έκανε συμβόλαιο θανάτου για να βγάλει από τη μέση το καρφί. |
εξολοθρεύω, εξοντώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acabaron con todos los de la aldea. |
εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cada vez que le cuido los niños ellos acaban conmigo. |
τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνωlocución verbal (coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para acabar de arreglar el día, se me pinchó una rueda de camino a casa. |
ανεκπλήρωτος, ανικανοποίητος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μόλιςlocución verbal (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Quieres otra taza de té? ¡Acabo de hacerte una! Θέλεις κι άλλο τσάι; Μόλις σου έφτιαξα! |
τελειώνω μεlocución verbal (χρήση) Τέλειωσες με την εφημερίδα; |
τσακώνω, πιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En las fiestas, la policía pone puestos de control para acabar con los conductores ebrios. Κάθε φορά στις γιορτές η αστυνομία στήνει μπλόκα για να τσακώσει τους μεθυσμένους οδηγούς. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El escándalo acabó con la reputación del político. Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Pero lo acabo de ver ayer! Μα τον είδα μόλις χθες! |
χρησιμοποιώ, καταναλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ya acabé con toda mi ropa limpia de la semana! Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας! |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tan pronto como termine con este proyecto empezaré con el nuevo. Μόλις τελειώσω το τρέχον έργο, θα ξεκινήσω το επόμενο. |
έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ
Ya he terminado de rellenar las estanterías; ¿qué hago ahora? |
φτιάχνω(ES, coloquial) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω καλά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La quedada de Ruth con los padres de su novio fue bastante bien. Η συνάντηση της Ρουθ με τους γονείς του φίλου της πήγε καλά. |
έχω άσχημη κατάληξη, έχω άσχημο τέλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαλύω, κατατροπώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El boxeador amenazó con destruir a su contrincante. |
ξεκάνω(figurado) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El boxeador se deshizo de su oponente en solamente dos rounds. Ο πυγμάχος ξέκανε τον αντίπαλό του σε δύο μόλις γύρους. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acabar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του acabar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.