Τι σημαίνει το application στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης application στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του application στο Αγγλικά.
Η λέξη application στο Αγγλικά σημαίνει εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογή, χρήση, εφαρμογή, εφαρμογή, προσήλωση, αφοσίωση, αίτηση, αίτηση, αίτηση για απόκτηση υπηκοότητας, αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο, συμπληρωμένη αίτηση, αίτηση εργασίας, αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αυθόρμητη αίτηση εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης application
εφαρμογήnoun (being usable, relevance) (χρήση, χρησιμότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The tool looks good, but doesn't seem to have any practical application. Το εργαλείο είναι καλό στην εμφάνιση, αλλά δε φαίνεται να έχει καμία πρακτική εφαρμογή. |
αίτησηnoun (loan, job, etc.) (για δάνειο, εργασία κλπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His application for a loan was rejected. Η αίτησή του για δάνειο απορρίφθηκε. |
εφαρμογή, χρήσηnoun (putting to use) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carpentry required the application of the geometry he had studied years before. Η ξυλουργική απαιτούσε τη χρήση (or: εφαρμογή) της γεωμετρίας, την οποία είχε σπουδάσει πριν από χρόνια. |
εφαρμογήnoun (putting on) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You have to be very careful with the application of the paint to the surface. Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός κατά την εφαρμογή της μπογιάς στην επιφάνεια. |
εφαρμογήnoun (computers: programme) (Υ/Η: πρόγραμμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He downloaded a new application to manage his email addresses. Κατέβασε μια καινούρια εφαρμογή για να διαχειρίζεται τις ηλεκτρονικές του διευθύνσεις. |
προσήλωση, αφοσίωσηnoun (diligence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The application with which he pursued his studies resulted in top grades. |
αίτησηnoun (form used to apply for [sth]) (έντυπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Have you filled out the application for that job? Συμπλήρωσες την αίτηση για εκείνη τη δουλειά; |
αίτησηnoun (document: employment request, etc) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All you need is a completed application form and a photo ID to get a library card. Για να πάρετε κάρτα για τη βιβλιοθήκη χρειάζεστε μόνο μια συμπληρωμένη αίτηση και ένα αποδεικτικό ταυτότητας με φωτογραφία. |
αίτηση για απόκτηση υπηκοότηταςnoun (to change nationality) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The way to become a citizen is by filling out a citizenship application. |
αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιοnoun (to get into a college) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My daughter was busy all weekend filling out college applications. |
συμπληρωμένη αίτηση(filled-out form) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Send your completed application with a self-addressed stamped envelope to the address printed on page 4. |
αίτηση εργασίαςnoun (formal response to a job vacancy) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) In order to be considered for this position, you must complete an employment application. |
αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίαςnoun (formal request to copyright [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυθόρμητη αίτηση εργασίαςnoun (speculative request for employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του application στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του application
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.