Τι σημαίνει το bowls στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bowls στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bowls στο Αγγλικά.

Η λέξη bowls στο Αγγλικά σημαίνει μπολ, μπολ, παίζω μπόουλινγκ, λεκάνη, λεκάνη, μπολ, είμαι bowler, λεκάνη, παίζω, στάδιο, μπάλα, μπόουλ, μπόουλινγκ στο γρασίδι, μπάλα, μπόουλινγκ επί χόρτου, κινούμαι γρήγορα, ρίχνω κάτω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, καπελάκι, Τι τύχη είναι αυτή;, κοίλος, μπολ για δημητριακά, άγονη γη, καταιγίδα σκόνης και ξηρασία που έπληξε την Αμερική τη δεκαετία του 1930, μπολ για το ξέπλυμα των δακτύλων, γυάλα, μικροσκόπιο, φρουτιέρα, γυάλα με χρυσόψαρα, μπολ ανάμιξης, μπολ ανάμειξης, μπολ για παντς, πιατέλα για ρύζι, σαλατιέρα, βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέρα, βάζο για τη ζάχαρη, Σούπερ Μπόουλ, λεκάνη, λεκάνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bowls

μπολ

noun (deep round dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We filled a bowl with popcorn before the movie.
Γεμίσαμε ένα μπολ με ποπ-κορν, πριν από την ταινία.

μπολ

noun (bowlful)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I ate a bowl of peanuts as a snack.
Έφαγα ένα μπολ φιστίκια για σνακ.

παίζω μπόουλινγκ

intransitive verb (play tenpins, skittles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We like to bowl on Wednesday nights.
Μας αρέσει να παίζουμε μπόουλινγκ τα βράδια της Τετάρτης.

λεκάνη

noun (geology: basin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bowl of the crater was about six kilometres in diameter.
Η λεκάνη του κρατήρα είχε διάμετρο περίπου έξι χιλιόμετρα.

λεκάνη

noun (bowl-shaped depression) (για μεγάλου μεγέθους κοίλωμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bowl, or crater, of an extinct volcano is called a caldera.
Η λεκάνη, ή κρατήρας, ενός ανενεργού ηφαιστείου ονομάζεται καλντέρα.

μπολ

noun (pipe: cup-shaped part)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He filled the bowl of the pipe with tobacco.
Γέμισε το μπολ της πίπας με καπνό.

είμαι bowler

intransitive verb (cricket: be bowler) (κρίκετ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The captain told Fred that it was his turn to bowl.
Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler.

λεκάνη

noun (for washing dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lisa left the casserole dish to soak in the bowl.
Η Λίζα άφησε το πυρέξ να μουλιάσει στη λεκάνη.

παίζω

transitive verb (achieve, score in bowling) (για μπόουλινγκ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He bowled a perfect game.
Έπαιξε ένα τέλειο παιχνίδι.

στάδιο

noun (US (arena, stadium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One championship is played in the Peach Bowl in Georgia.

μπάλα

noun (ball for ninepins, tenpins) (π.χ. για μπόουλιγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey threw the bowl and scored a strike.

μπόουλ

noun (US (competition) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Super Bowl is the major event of the football season.
Το Σούπερ Μπόουλ είναι η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση της σεζόν.

μπόουλινγκ στο γρασίδι

noun (sport: lawn bowls)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian enjoys playing bowls with his friends at the weekend.

μπάλα

noun (ball for bowls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bowl is the wooden ball with flattened sides used to play bowls.

μπόουλινγκ επί χόρτου

noun (sport: bowls played on a green)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινούμαι γρήγορα

phrasal verb, intransitive (travel quickly)

ρίχνω κάτω

phrasal verb, transitive, separable (knock to the ground)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The big dog was so excited that he ran up and bowled over the little boy.

καταπλήσσω, εκπλήσσω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (astound, amaze) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Well, bowl me over! I'm holding a winning lottery ticket.

καπελάκι

noun (haircut) (κούρεμα μαλλιών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Τι τύχη είναι αυτή;

interjection (figurative, informal (amazement)

Well, bowl me over! I'm holding a winning lottery ticket.

κοίλος

adjective (deeply curved, concave)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπολ για δημητριακά

noun (dish for breakfast cereal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A cereal bowl is deep and has steep sides which help to prevent spilling milk or cereal out of the bowl. I use the same cereal bowl every morning.
Το μπολ για δημητριακά είναι βαθύ και έχει κοίλες πλευρές, με αποτέλεσμα να μην χύνονται το γάλα και τα δημητριακά απέξω. Χρησιμοποιώ το ίδιο μπολ για δημητριακά κάθε πρωί.

άγονη γη

noun (area of barren land)

καταιγίδα σκόνης και ξηρασία που έπληξε την Αμερική τη δεκαετία του 1930

noun (historical (drought in 1930s America)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπολ για το ξέπλυμα των δακτύλων

noun (dish for rinsing fingers)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γυάλα

noun (container for pet fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to clean the fish bowl this week.

μικροσκόπιο

noun (figurative (place, situation: no privacy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't stand living in this fish bowl a minute longer!

φρουτιέρα

noun (dish for displaying fruit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was disappointed to find that the fruit bowl contained wax fruit.

γυάλα με χρυσόψαρα

noun (round glass container for goldfish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The comedian pretended to be an astronaut by placing a gold fish bowl over his head.

μπολ ανάμιξης, μπολ ανάμειξης

noun (receptacle for stirring ingredients)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπολ για παντς

noun (receptacle for party drinks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιατέλα για ρύζι

noun (deep dish for rice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rice bowl must be placed next to the spoon and the fork.

σαλατιέρα

noun (large dish for salad vegetables)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mom always tosses salad in the big wooden salad bowl.

βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέρα

noun (deep dish for soup)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were two styles of soup bowls in the range: deep and shallow.

βάζο για τη ζάχαρη

noun (receptacle: holds sugar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Never put a wet teaspoon back in the sugar bowl.

Σούπερ Μπόουλ

noun (American football: annual championship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λεκάνη

noun (basin of lavatory) (τουαλέτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεκάνη

noun (UK (receptacle for washing dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bowls στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.