Τι σημαίνει το branding στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης branding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του branding στο Αγγλικά.
Η λέξη branding στο Αγγλικά σημαίνει μάρκα, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, είδος, πυροσφραγίδα, μαρκάρισμα, στιγματίζω, στιγματίζω, σταμπάρω, το παιχνίδι έχει αλλάξει, αναγνωρισιμότητα, πρωτότυπο φάρμακο, αξία επωνυμίας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αξιοπιστία, brand manager, επώνυμο προϊόν, εμπορικό όνομα, ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιος, ολοκαίνουριος, κατακαίνουριος, μάρκα, προϊόν ευρείας κατανάλωσης, που ταιριάζει στο brand, χαρακτηριστικός, προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, ιδιωτικής ετικέτας, μητρική μάρκα, ιδιωτική ετικέτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης branding
μάρκαnoun (make, trademark) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What brand of shoes do you buy? Τι μάρκα παπούτσια αγοράζεις; |
μαρκάρω, πυροσφραγίζωtransitive verb (mark cattle, etc.) (ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The farmer branded the cow with a hot iron. Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο. |
είδοςnoun (style, manner) (συχνά παράξενο, ιδιαίτερο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The others didn't share his brand of conservatism. |
πυροσφραγίδαnoun (branding iron) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The brand was hot and ready to mark the cattle. |
μαρκάρισμαnoun (mark made by branding iron) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You could tell the owner by the cow's brand. |
στιγματίζωtransitive verb (stigmatise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some deaf children refuse to wear hearing aids because they are afraid of being branded. Κάποια κωφά παιδιά αρνούνται να χρησιμοποιήσουν ακουστικά βαρηκοΐας, γιατί φοβούνται ότι θα τους κολλήσουν συγκεκριμένη ταμπέλα. |
στιγματίζω, σταμπάρωtransitive verb (stigmatise) (κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Because of his radical views, he was branded a revolutionary. |
το παιχνίδι έχει αλλάξειnoun (US, informal, figurative (changed situation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That puts matters in a different light. It's a brand new ball game now. |
αναγνωρισιμότηταnoun (marketing: product recognition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Companies pay to have their names on athletes' uniforms in order to promote brand awareness. Teenagers often have better brand awareness than adults. Οι εταιρείες πληρώνουν για να μπαίνει το όνομά τους σε στολές αθλητών ώστε να προωθούν την αναγνωρισιμότητα του προϊόντος τους. Πολλές φορές οι έφηβοι έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από τους ενήλικες. |
πρωτότυπο φάρμακοnoun (pharmaceutical: trademarked) (όχι γενόσημο) |
αξία επωνυμίαςnoun (success of trademark) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (success of trademark) |
αξιοπιστίαnoun (customer preference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toyota has destroyed its brand loyalty with all of the hidden defects. |
brand managernoun (in charge of brand promotions) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) She is the brand manager for Kleenex tissues. |
επώνυμο προϊόνnoun (trademarked goods) They sell name brand merchandise at a discount. |
εμπορικό όνομαnoun (product: trademark) Does anyone have any better ideas for a new brand name? Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα; |
ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιοςadjective (informal (not yet used) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Car dealers have a spray that gives used cars that brand-new car smell. // I've just bought a pair of roller skates; they're brand new! Οι έμποροι αυτοκινήτων χρησιμοποιούν ένα σπρέι που δίνει στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τη μυρωδιά του ολοκαίνουργιου αυτοκινήτου. Μόλις αγόρασα πατίνια. Είναι ολοκαίνουργια! |
ολοκαίνουριος, κατακαίνουριοςadjective (slang (very new) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have a brand-spanking new computer with Windows 8. Έχω έναν ολοκαίνουριο υπολογιστή με Windows 8. |
μάρκαnoun (designer label) (μόδα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προϊόν ευρείας κατανάλωσηςnoun (mass-marketed commercial product) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που ταιριάζει στο brandadjective (consistent with brand identity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαρακτηριστικόςadjective (figurative, informal (typical, characteristic: of a person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προϊόν ιδιωτικής ετικέταςnoun (UK (private label: for a specific retailer) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιδιωτικής ετικέταςnoun as adjective (UK (private label: of a specific retailer) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μητρική μάρκαnoun (overall trademark) (εταιρείας) |
ιδιωτική ετικέταnoun (store's own label) (προϊόντα) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του branding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του branding
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.