Τι σημαίνει το bumping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bumping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bumping στο Αγγλικά.

Η λέξη bumping στο Αγγλικά σημαίνει εξόγκωμα, πρήξιμο, χτύπημα, τράνταγμα, τίναγμα, γδούπος, χτυπάω, χτυπώ, σηκώνω κπ στα χέρια, ρίχνω, ανεβάζω στην πρώτη θέση, συγκρούομαι με κπ/κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τρακάρω, πετυχαίνω, ξεκάνω, βγάζω από την μέση, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβαίνω, βάζω μπρος με καλώδια, χρόνος αποσυναρμολόγησης σκηνικών, χαιρετισμός με τον αγκώνα, χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα, χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα, μπουνιά, δίνω μπουνιά σε κάποιον, σπυράκι από το ξύρισμα, σαμαράκι, μικρο-, ψιλο-. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bumping

εξόγκωμα

noun (hump, lump in a surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The table is smooth except for the bump near the corner.
Η επιφάνεια του τραπεζιού είναι λεία, εκτός από το εξόγκωμα κοντά στη γωνία.

πρήξιμο

noun (lump, sore on the skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Greg has a bump on his shoulder.
Ο Γκρεγκ έχει ένα εξόγκωμα στον ώμο του.

χτύπημα

noun (blow, knock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim received a bump to the head in the accident.
Ο Τζιμ δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι στο ατύχημα.

τράνταγμα, τίναγμα

noun (jolt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A sudden bump startled the train passengers.
Ένα ξαφνικό τράνταγμα (or: τίναγμα) ξάφνιασε τους επιβάτες του τρένου.

γδούπος

noun (dull sound: thud)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We heard a bump in the night. She had fallen out of bed!
Ακούσαμε έναν γδούπο μέσα στη νύχτα. Είχε πέσει από το κρεβάτι!

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (knock lightly) (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly accidentally bumped her sister's shoulder.
Η Πόλι χτύπησε κατά λάθος τον ώμο της αδερφής της.

σηκώνω κπ στα χέρια

plural noun (UK, informal (birthday tradition) (φίλοι σε γενέθλια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On Ruby's birthday, her siblings took her by the arms and legs and gave her the bumps.

ρίχνω

transitive verb (throw bowling ball)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω στην πρώτη θέση

transitive verb (internet thread, post: send to top) (για ανάρτηση στο ίντερνετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susie was banned from the group for bumping her posts more than once a day.

συγκρούομαι με κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (collide with [sth/sb])

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (advance unevenly)

You could bump along with this old model until you are ready to upgrade.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (jolt, bounce)

τρακάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (collide with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have a huge bruise where I bumped into the corner of the table. He bumped into me and I fell. I bumped into the car in front of me on the way to work.
Έχω μια τεράστια μελανιά εκεί που τράκαρα στη γωνία του τραπεζιού. Με τράκαρε και έπεσα. Τράκαρα με το μπροστινό αυτοκίνητο στον δρόμο για τη δουλειά.

πετυχαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (meet by chance) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guess who I bumped into at the supermarket?
Μάντεψε ποιον συνάντησα (or: πέτυχα) στο σούπερ μάρκετ.

ξεκάνω, βγάζω από την μέση

phrasal verb, transitive, separable (slang (murder) (αργκό, σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mob ordered a contract to bump off the snitch.
Η μαφία έκανε συμβόλαιο θανάτου για να βγάλει από τη μέση το καρφί.

ανεβάζω, αυξάνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (increase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (move to a higher position)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω μπρος με καλώδια

verbal expression (way to start a vehicle's engine) (όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρόνος αποσυναρμολόγησης σκηνικών

noun (show: set-dismantling time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαιρετισμός με τον αγκώνα

noun (greeting: tapping elbows)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαιρετάω με τον αγκώνα, χαιρετώ με τον αγκώνα

intransitive verb (tap elbows in greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαιρετάω κπ με τον αγκώνα, χαιρετώ κπ με τον αγκώνα

transitive verb (tap [sb]'s elbow in greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπουνιά

noun (slang (tap of clenched fists)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίνω μπουνιά σε κάποιον

transitive verb (slang (tap your fist against [sb] else's)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σπυράκι από το ξύρισμα

noun (skin irritation caused by shaving) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαμαράκι

noun (hump in road: deters speeding) (στο δρόμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρο-, ψιλο-

noun (figurative (hindrance)

I think that argument you had with your wife is just a speed bump.
Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bumping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bumping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.