Τι σημαίνει το charla στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης charla στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του charla στο ισπανικά.
Η λέξη charla στο ισπανικά σημαίνει κουβέντα, ομιλία, λογοδιάρροια, φλυαρία, πάρλα, μπλα-μπλα, κουβέντα, κουβεντούλα, κατσάδα, ψιλοκουβέντα, κουβεντολόι, κουβέντα, κουβεντούλα, κουβέντα, κουβεντούλα, συμβούλιο, κουβεντολόι, ομιλία, κουβεντολόι, χαζολόγημα, παραμύθι, ψιλοκουβεντούλα, κουβεντούλα, ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιο, συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο, κουβεντιάζω, συνομιλώ, κουτσομπολεύω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ, ψιλοκουβεντιάζω, συζητώ, συζητώ,συνομιλώ, τα λέω, φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα, κουβεντιάζω, μαζεύομαι, συναντιέμαι, τα λέω, συζητώ, κουβεντιάζω, κουβεντιάζω, κουβέντα, κουβεντούλα, συναναστρέφομαι, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, συζητώ, τα λέω, κουβεντιάζω, πετάω, συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα, μιλάω, ξεσπάω, κουβέντα, κουβεντούλα, φιλική συζήτηση, φιλική κουβέντα, εμπιστευτική συζήτηση, ψιλοκουβέντα, ιδιωτική συζήτηση, πώληση, διαφήμιση, ανεπίσημη συζήτηση, λίγα λόγια, βρομόλογα, που σπάει τον πάγο, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ, παραδίδω διάλεξη, βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης charla
κουβέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las señoras mantuvieron una charla entretenida. |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La conferencia trataba el sobre calentamiento global. Η ομιλία αφορούσε τη θέρμανση του πλανήτη. |
λογοδιάρροια, φλυαρία, πάρλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al ser una persona tímida, la charla no es mi punto fuerte. |
μπλα-μπλαnombre femenino (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουβέντα, κουβεντούλαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατσάδα(καθομιλουμένη, ευφημισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me parece que es hora de que tengamos una charla respecto de cómo te has estado portando últimamente. |
ψιλοκουβέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No hay tiempo para la charla, ¡tenemos cosas importantes que discutir! Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε! |
κουβεντολόι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουβέντα, κουβεντούλαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουβέντα, κουβεντούλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμβούλιο(privada, breve) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los jefes tuvieron una breve charla para decidir qué hacer con el aspirante. |
κουβεντολόιnombre femenino (καθομ: κουβέντα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El ruido de la conversación se podía oír desde fuera de la clase. Ο ήχος από ομιλίες ακουγόταν έξω από την τάξη. |
κουβεντολόι, χαζολόγημα(coloquial) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si pasaras menos tiempo de cotorreo, harías mejor tu trabajo. Αν άφηνες για λίγο το κουβεντολόι θα έβγαζες περισσότερη δουλειά. |
παραμύθι(μεταφορικά, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Para obtener el bufé gratis, primero debes escuchar la perorata del vendedor. |
ψιλοκουβεντούλα, κουβεντούλα(coloquial) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Silencio por favor, vuestro cotorreo es insoportable. Σουτ, εσείς οι δύο! Το ασταμάτητο μπίρι-μπίρι σας είναι ανυπόφορο! |
ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κουβεντιάζω, συνομιλώ(ελαφριά συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los asistentes charlaban antes de que empezara la reunión. Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν πριν ξεκινήσει η συνάντηση. |
κουτσομπολεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A las ancianas les gusta mucho charlotear. Yo que tú las ignoraría. |
συζητάω, συζητώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos que charlar sobre dónde ir de vacaciones este año. |
κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψιλοκουβεντιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συζητώ,συνομιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con mi amigo generalmente charlamos sobre la vida, el universo, y otras cosas. |
τα λέω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No platiques con Cindy si tienes mucho trabajo por hacer; a ella le encanta charlar. |
κουβεντιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαζεύομαι, συναντιέμαι(privada, breve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El equipo del proyecto charló para comentar quién haría qué ese día. |
τα λέω(καθομ: με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marcos estaba charlando con sus amigos. |
συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos caballeros charlaron mientras caminaban por el parque. |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβέντα, κουβεντούλαverbo intransitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναναστρέφομαι(με άλλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sólo tenemos tiempo de socializar los fines de semana. Μόνο τα σαββατοκύριακα βρίσκουμε χρόνο να συναναστραφούμε με άλλους. |
συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sólo conversamos una vez por mes. Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου. |
συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα λέω(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cotorreamos unos minutos antes de que me dijera por qué me había llamado. Κουβεντιάσαμε για λίγα λεπτά και μετά είπε γιατί τηλεφώνησε. |
κουβεντιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετάω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy no dejaba de soltar tonterías. |
συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joe puede pedir comida o pedir indicaciones en francés, pero todavía no sabe lo suficiente como para tener una conversación. |
μιλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El embajador hablará en la universidad esta noche. |
ξεσπάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβέντα, κουβεντούλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλική συζήτηση, φιλική κουβένταnombre femenino (ανεπίσημη συζήτηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su jefe le pidió que entrara a su despacho para tener una "charla amigable", pero ella supo que tenía un problema. |
εμπιστευτική συζήτηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesitas tener una charla seria con tu hijo, o pronto va a tener problemas con la policía. |
ψιλοκουβένταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yo no lo conocía, tomábamos un café uno al lado del otro en la barra e iniciamos una charla banal que se convirtió minutos después en una interesante conversación. |
ιδιωτική συζήτηση
|
πώληση, διαφήμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos dio una charla promocional tan convincente que compré el coche sin dudarlo. |
ανεπίσημη συζήτησηnombre femenino En realidad, no fue una propuesta seria, tuvimos una charla informal. |
λίγα λόγιαexpresión Hemos tenido alguna que otra charla, pero la verdad es que nunca lo conocí mucho. |
βρομόλογα(καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) A la pareja le gustaba la charla sucia en la habitación. |
που σπάει τον πάγο(μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El primer día de trabajo tuvimos una charla para romper el hielo y conocernos los unos a los otros. Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε. |
συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si quieres renovar tu cocina, habla con mi hermano; él lo hizo el año pasado. |
συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ
El jefe tuvo una charla con Bill sobre su impuntualidad. |
παραδίδω διάλεξηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλίαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El lunes tengo que dar una charla sobre el trabajo que hice durante el verano. |
συζητώ, κουβεντιάζω, λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El próximo jueves voy a dar una charla sobre (or: dar una charla acerca de) literatura americana. Θα πω για την Αμερικάνικη λογοτεχνία την επόμενη Πέμπτη. Ο πρόεδρος εισήγαγε τον πρώτο ομιλητή, ο οποίος θα συζητούσε για τις αυξήσεις στις τιμές. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του charla στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του charla
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.