Τι σημαίνει το claim στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης claim στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του claim στο Αγγλικά.

Η λέξη claim στο Αγγλικά σημαίνει ισχυρισμός, διεκδίκηση, απαίτηση, διεκδίκηση, απαίτηση, δικαίωμα, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, απαιτώ, διεκδικώ, αξιώνω, γη, χώρος παραλαβής αποσκευών, χώρος παραλαβής αποσκευών, ζητώ, έντυπο αίτησης για αποζημίωση, κλήτευση, κλήση, αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές, υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση, αίτηση αποζημίωσης, διεκδικώ, ισχυρίζομαι ότι/πως, ισχυρίζομαι πως κατέχω, νομική αξίωση, αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις, καπαρώνω, παραιτούμαι δικαιώματος, απαίτηση βάσει εγγύησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης claim

ισχυρισμός

noun (assertion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Their claim was that they had been cheated.
Ο ισχυρισμός τους ήταν ότι είχαν εξαπατηθεί.

διεκδίκηση, απαίτηση

noun (demand for payment) (απαίτηση για πληρωμή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The driver filed an insurance claim.
Ο οδηγός κατέθεσε αίτηση για ασφαλιστικές διεκδικήσεις (or: απαιτήσεις).

διεκδίκηση, απαίτηση

noun (demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His claim to the property was rejected.
Η διεκδίκησή του όσον αφορά το ακίνητο απορρίφθηκε.

δικαίωμα

noun (right)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have first claim on the property.
Έχω κύριο δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

ισχυρίζομαι, διατείνομαι

transitive verb (with clause: assert that) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger claims that he has seen aliens.
Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους.

ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ

verbal expression (achievement: assert)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This paint brand claims to cover a larger area than that rival brand.
Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της.

ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ

verbal expression (say that one is)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You claim to be a musician, but is this the truth? The young man claimed to be her long-lost son.
Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό;

ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

verbal expression (achievement: assert) (ότι/πως έχω κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Weston claimed to have invented a new method for producing copper.
Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού.

απαιτώ, διεκδικώ

transitive verb (demand [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My father never claimed his visitation rights after my parents got divorced.
Ο πατέρας δεν διεκδίκησε ποτέ τις επισκέψεις που δικαιούτο μετά το διαζύγιο των γονιών μου.

αξιώνω

transitive verb (deserve [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She claims a right to participate in the finals based on her defeat of all opponents so far.
Αξιώνει δικαίωμα συμμετοχής στους τελικούς, βασιζόμενη στην ήττα όλων των αντιπάλων της ως τώρα.

γη

noun (land for mining)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος παραλαβής αποσκευών

noun (airport area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We had to wait an hour and a half in baggage claim before our bags came through.
Έπρεπε να περιμένουμε μιάμιση ώρα στον χώρο παραλαβής αποσκευών μέχρι να έρθουν οι βαλίτσες μας.

χώρος παραλαβής αποσκευών

noun (airport: luggage collection area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I got off the plane, I headed straight to baggage reclaim to wait for my suitcase.

ζητώ

(request payout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έντυπο αίτησης για αποζημίωση

noun (request for compensation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλήτευση, κλήση

noun (UK (law: summons) (από δικαστήριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές

verbal expression (cause people to die)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση

verbal expression (application to insurance company)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίτηση αποζημίωσης

noun (request for insurance to be paid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to file an insurance claim to be reimbursed for my doctor appointment.

διεκδικώ

verbal expression (claim ownership of) (ιδιοκτησία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid claim to the house and the surrounding land.
Διεκδίκησε το σπίτι και τη γη που το περιβάλλει.

ισχυρίζομαι ότι/πως

verbal expression (assert [sth] about yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prudence laid claim to being the best singer in her family.

ισχυρίζομαι πως κατέχω

verbal expression (claim to have)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νομική αξίωση

noun (right, [sth] demanded by law)

αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις

noun (eligible request for insurance payout)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καπαρώνω

verbal expression (assert right) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Well if you're not interested in her, do you mind if I stake my claim?

παραιτούμαι δικαιώματος

verbal expression (give up one's right to [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the conversation with the lawyer, the injured man decided to waive his claim to legal damages.

απαίτηση βάσει εγγύησης

noun (request for repair or replacement of goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του claim στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του claim

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.